Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

(Παραλογή) «Των τριών αδερφών»

"Των τριών αδερφών"

της Φανής Κεχαγιά



Τρεις νέοι αργοξημέρωναν κάτω στα ρούσα αλώνια.
Ο πρώτος ο καλύτερος με το φαρδύ το στέρνο
το αλέτρι του ακόνιζε, το αλέτρι κανακεύει.
Ο νους του είναι στη σοδειά, μην τύχει και χαλάσει.
Ο δεύτερος ο όμορφος, ο καλοκαμωμένος,
αδράχτι πλέκει ανέμελα και σιγοτραγουδάει.
Ο τρίτος ο μικρότερος, ο ερωτοχτυπημένος,
βαριές ανάσες ξεφυσά, φυσά και σιγοκλαίει.

«Αμάν, βρε μαύρε δύστυχε, τι ξεφυσάς και κλαίγεις;»
«Την όμορφή μου καρτερώ και απαντοχή δεν έχω».
Μα αυτή σαν να λησμόνησε τον ερωτοπαρμένο.
«Στην κάμαρη θα πλένεται, να αστράψει για να σου ’ρθει,
μην τύχει κι έρθει άνιφτη και αχτένιστη μπροστά σου
κι εσύ σκιαχτείς και πάρεις της πίσω το δαχτυλίδι,
το δαχτυλίδι το χρυσό το μυριοπλουμισμένο,
που λάμπει σαν αδάμαντας και αστράφτει σαν φεγγάρι,
το δαχτυλίδι το ακριβό, φερμένο από τα ξένα,
από τεχνίτες χρυσικούς παλιούς και επιδέξιους».

Στα πόδια στέκει ο μικρός, το δρόμο αγναντεύει,
η ώρα τρέχει και περνά και η κόρη αποφτάνει.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους κραίνει,
«Γεια και χαρά σας, όμορφοι, λεβέντες άξιας μάνας.
Τη βλέπει ο μικρότερος, τρέμει, λιγοθυμιέται,
μα αυτής το αμυγδαλωτό στον δεύτερο γυαλίζει,
τον δεύτερο τον όμορφο, τον λεβεντοστημένο,
με το καλόφτιαχτο κορμί και τα γλαυκά τα μάτια,
τα ματοτσίνορα στριφτά, σαν νύφης νιας δαντέλες.
«Σας έφερα απ’ τη μάνα σας νερό, κρασί να πιείτε,
ψωμί απ’ το φούρνο ζυμωτό και μοσχοβολισμένο,
κρύο κρασί, ζεστό ψωμί και φρεσκοφουρνισμένο,
να φάτε να στυλώσετε, να φτιάξει η ψυχή σας»
«Γεια και χαρά σου, όμορφη, κόρη λευκοπαρθένα,
γιατί δεν ήρθες γλήγορα, γιατί άργησες να έρθεις;»
«Μα, το ψωμί περίμενα κι αυτό αργούσε να ’βγει.
Τι με μαλώνεις, Κωσταντή, δε φτάνει σου που ήρθα;»
«Ήρθες, μα άργησες πολύ, μη χάθηκες στο δρόμο,
ο νους μου έβανε κακό και η καρδιά μου αντάρες».
«Το νου σου όλο στο κακό βάνεις, βρε Κωσταντή μου»
Το «μου» της τον ελίγωσε και το ευχαριστήθη,
της χαμογέλασε πλατιά με δόντια που αστράφτουν.
Μα αυτή, σαν είδε πως ταχιά ο Κωσταντής εχάρη,
στον δεύτερο αποστράφηκε μια χάρη να ζητήσει.
«Κουράστηκαν τα πόδια μου, δρόμος πολύς για να ’ρθω,
μήπως και θέλεις να με πας με το άλογό σου πίσω;»
Μα ο Γιωργής δεν φτούραγε, το ένιωθε το βλέμμα
της κόρης πάνω του καυτό και ήθελε να ξεφύγει,
μην τύχει και γενεί κακό και βγει αυτός ο φταίχτης.
«Ο μαύρος μου απόκαμε, τον έχω να βοσκάει,
πολλή δουλειά μου έβγαλε, δεν κάνει για άλλον δρόμο».
«Σε πάω εγώ στις πλάτες μου, σε παίρνω αγκαλιά μου»,
λέει ο δύστυχος μικρός, ο ερωτοχτυπημένος.
«Το ’χασες, Κωσταντάκη μου, και τι θα πει ο κόσμος,
σαν έβγει όξω και μας δει σφιχτοαγκαλιασμένους;
Το δαχτυλίδι το χρυσό δεν είναι δα στεφάνι»
«Σύρε, αδερφέ, την όμορφη να τη γυρίσεις πίσω,
κάμε μου το χατίρι εσύ κι εγώ θα στο χρωστάω».

Είδε κι απόειδε ο δεύτερος, τον μαύρο του σελώνει,
την κόρη βάνει επάνω του κι αυτός καβαλικεύει.
Και οι δυο τους παίρνουνε ομού του γυρισμού τον δρόμο.
«Για ιδες τι όμορφα λαλούν τα αηδόνια στα κλαράκια,
για ιδές λουλούδια που ανθούν στα πράσινα λιβάδια».
Αυτή κουβέντα πιάνει του, μα ο δεύτερος σωπαίνει.
«Ακούς τι όμορφα ηχεί ο αέρας που θροΐζει;»
Ο μαύρος βλέπει και θωρεί τι πάει για να γένει.
«Αφέντη μου αγνόησε την, τις φούχτες βάλ’ στα αυτιά σου,
τι η κόρη είναι πονηρή, βάνει σας και σφαχτείτε».
Δρόμος μακρύς, ήλιος καυτός, μεσημεριού η ώρα
και η κόρη έβαλε στον νου άλλον λόγο να δώσει.
«Διψάω και λιγοθυμώ, θέλω να ξαποστάσω,
να, εδώ πλάι στο ξέφωτο, έχει πυκνό δασάκι,
ρυάκια τρέχουν και κυλούν, να αναπαυτεί κι ο μαύρος».
«Μην την ακούς, αφέντη μου, εγώ είμαι σιδερένιος,
αντέχω κι άλλο πορπατώ ταχιά ταχιά να φτάσω,
την κόρη να αφήσουμε στη μάνα της που γνέθει».
Μα ο δεύτερος πλανεύτηκε, την κόρη υπακούει,
κάτω απ’ τον ίσκιο σταματά, την κόρη κατεβάζει
κι αυτή όπως κατέβαινε, του σκάει φιλί στ’ αχείλι.
Ο όμορφος πλανεύτηκε και απ’ το φιλί απατήθη,
λιγώθηκε, ζητιάνεψε κι άλλο φιλί να πάρει.
Η όμορφη αποκρίθηκε, βρέθηκαν ξαπλωμένοι,
κάτω από δέντρο αψηλό, πάνω στην πρασινάδα.

Εκεί που λίγο ήθελε η συμφορά να γένει,
ο πρώτος ο ολιγόλογος φτάνει με το άλογό του.
Την κόρη αρπάζει απ’ το μαλλί, τη σέρνει στο ποτάμι
και σφάζει την χωρίς λαλιά με κοφτερό μαχαίρι.
Ο δεύτερος αποταχιά στα πόδια του εστυλώθη,
τρέχει και πάει πλάι του, μα το κακό εγίνη.
«Τι πας και κάνεις, αδερφέ, την κόρη του αδερφού μας;»
«Αν είν’ να κλαίω αδερφό, καλλιά να είναι η κόρη.
Αυτή το έβανε στον νου να μας αποτελειώσει.
Εσέ παρά τον Κωσταντή ήθελε για δικό της,
μα, άμα το μάθει ο Κωσταντής, θα πέσει να σε σφάξει
και εγώ τους θέλω πλάι μου όλους τους αδερφούς μου».
«Τι θα του πούμε τώρα δα που η κόρη είναι σφαγμένη;»
«Εσύ θα πεις την άφησες στην άκρια του χωριού μας,
άμα την βρουν το απόγιομα, θα πουν ληστές την ηύραν,
τη μόλεψαν, τη χάλασαν και την απαρατήσαν».

Την ηύραν το απόβραδο και βούιξαν οι ρούγες,
το έμαθε και ο Κωσταντής και πέφτει του θανάτου,
μα έχει από δίπλα του αδέρφια αγαπημένα,
τον πρώτο τον καλύτερο με το φαρδύ το στέρνο,
που λίγο μιλά, μα σκέφτεται κάλλιο και για τους τρεις τους,
τον δεύτερο τον όμορφο τον καλοκαμωμένο,
που λίγο λίγο έλειψε τη συμφορά να σπείρει.
Σαν την εθάψαν και μετά φεύγει, κινάει στα ξένα,
μην τύχει κι εύρει ο Κωσταντής άλλην αγαπημένη
κι ο διάολος θελήσει το να μπει αναμεσό τους.

Έτσι έγινε και σώθηκε η αγάπη των τριών τους.
Χωρίστηκαν, μα δε φτουρά διχόνοια αναμεσό τους,
Αγαπημένοι απόμειναν, το μυστικό ετάφη,
το ξέχασε ο δεύτερος, ο τρίτος το εκατάπιε.
Και η μάνα τους καμάρωνε τους τρεις της τους λεβέντες,
κοιμούνταν και γαλήνευε σ’ αυτήν τη σκέψη απάνω,
«Ανάμεσό τους δε φτουρεί τίποτες να εύρει να μπει,
λεβέντες τους μεγάλωσα, μα πάνω απ’ όλα αδέρφια,
με αγάπη αδιαμόλευτη, τρεις κρίκοι αλυσίδας.
Απ’ όλες του κόσμου πιότερο τις νιες αγορομάνες,
εγώ είμαι απαρασάλευτα η πλιο ευτυχισμένη»