Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

"Γιαβρί μου"

«Γιαβρί μου»

Από αγάπη τον πήρα. Για να λέμε του στραβού τα δίκια, τρελός έρωτας. Αυτός ήταν είκοσι οχτώ, εγώ δεκαεννιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Κι ο τελευταίος.

Οι δικοί μου ούτε να τον δουν ζωγραφιστό. Την κόρη μου εγώ σε εργάτη δεν τη δίνω. Βουλκανιζατέρ, μαρή; Γι’ αυτό λιώνουμε εγώ κι η μάνα σου στα διπλά μεροκάματα να σε στέλνουμε στα εγγλέζικα και στα ωδεία, για να ξεπέσεις στον λιγδιάρη; Άστραψε και βρόντηξε ο πατέρας μου σαν το έμαθε. Άστραψαν και τα μάτια μου απ’ τα απανωτά χαστούκια που μου σβούριξε. Το σφύριξε, βλέπεις, στη μάνα μου η γαλατού της γειτονιάς που μας είδε ένα βράδυ σαν με γύρναγε σπίτι απ’ τα σκοτεινά ο λεγάμενος με τη μηχανή κι αυτή έτρεξε αυτοστιγμεί να το πει του πατέρα μου. Έβγαλε αυτός το ζουνάρι και με ξεπέτσιασε. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Μια με τις χερούκλες σκαμπίλια, μια με το ζουνάρι στα πόδια.

Μα, δε με έμελλε. Ο λεγάμενος ήταν πιο έμορφος από άγγελος, κι ας ήταν όλο με λεκιασμένες φόρμες. Σαν καβάλαγε τη μηχανή, ούτε ο Αλεντελόν φτούραγε μπροστά του. Με κοίταγε μ’ εκείνα τα τουρκουάζ μάτια τουκι έλιωνα εγώ, είχε και κάτι ματοτσίνουραμπουκλωτά σαν μισοφέγγαρα, έραβε και ξήλωνε τα σπλάχνα μου η ματιά του κι άναβε στο μέσα μου φωτιές του Αγιαννιού που δεν έλεγαν να σβέσουν. Όλες στη γειτονιά τον λαχταρούσαν, μα αυτός ήθελε εμένα κι εγώ τι; Θα τον άφηνα να μου το φάνε οι κάργιες, για να πάρω κάναν δασκαλάκο, επειδής το ονειρεύτηκε ο πατέρας μου; Όχι. Αυτόν ήθελα κι αφού μ’ ήθελε κι αυτός, δεν του έπεφτε λόγος ούτε του πατέρα ούτε της μάνας.

Μα, σαν το ’μαθαν, αφού με τουλούμιασε πρώτα καλά καλά στο ξύλο ο γέρος, με γράπωσε κι η μάνα απ’ το μαλλί, ρεζίλι των σκυλιών μας έκανες, μωρή, και με κλειδαμπάρωσαν στο σπίτι, μήτε στο παράθυρο μ’ άφηνε η μάνα να ξεμυτίσω. Βούιξε η γειτονιά, τα ’μαθε κι ο λεγάμενος, ήρθε γραβατωμένος τρεις μέρες μετά με κάτι γλαδιόλες ίσαμε το μπόι του να με ζητήξει. Ο πατέρας μου ούτε τον άφησε να μπει, απ’ το κατώφλι τον ξαπόστειλε, χαραμοφάη τον ανέβαζε, προικοθήρα τον κατέβαζε. Τον είδα ’γω απ’ τις γρίλιες να φεύγει σαν σκύλος δαρμένος, είπα, πάει, αυτό ήτανε, τον έχασα κι είπα δε μένει παρά να φαρμακωθώ. Αλλά αυτός το πήρε μανιάτικο που τον φέρθηκε σαν ζητιάνο ο γέρος μου και χρύσωσε την Αργυρώ τη μοδίστρα που την είχε σεβασμό η μάνα μου να με φέρει το ραβασάκι να κλεφτούμε. Έτσι δεν πήρα το φαρμάκι κι έλεγα η δόλια γλίτωξα, πού να ’ξερα η καψερή τι έμελλε να με ’βρει. Απ’ το πίσω παράθυρο μ’ έβαλε σκάλα και κατέβηκα Τετάρτη βράδυ ανήμερα του Αι Γιώργη κι έκανα τάμα, αν πάνε όλα κατ’ ευχή κι αξιώσει ο Θεός να τον στεφανωθώ και κάμω αγόρι, Γιώργη να το πω.

Αλλά δες εσύ άμα θέλει ο σατανάς πώς τα ταιριάζει, τον στεφανώθηκα, μα αγόρι δεν ήρθε, μόν’ τρεις τσούπρες η μια πίσω απ’ την άλλη. Το τάμα, όμως, είναι τάμα και πρέπει να πλερώνεται, γι’ αυτό μαθές το πρώτο Γιωργίτσα το είπα κι ας ήθελε ο λεγάμενος να το βγάλουμε Αναστασώ της μάνας του. Αναστασώ βγάλαμε το δεύτερο, το στερνό το είπαμε Δέσποινα. Της μάνας μου κι ας μη με ξαναμίλησαν ποτές ούτε αυτή ούτε ο πατέρας μέχρι που συχωρέθηκαν.

Που λες, μάλαμα και ζάχαρη τα πρώτα χρόνια, μα σαν πέρναγε ο καιρός και έπεσαν όξω οι δουλειές –βρόμισε ο τόπος βουλκανιζατέρ, βλέπεις- άρχισε να μπεκροπίνει ο λεγάμενος. Έρχουνταν στο σπίτι μπαρουτιασμένος κι άμα μίλαγα, μ’ έριχνε κι από καμιά. Κι εγώ δεν κράταγα το στόμα μου κλειστό, έλεγα, από έρωτα τον πήρα, η μάνα κι ο κύρης μου ούτε να με ξαναδιούν ζωγραφιστή για το χατίρι του κι αυτός να μπεκρουλιάζει, άρχισα να δίνω δίκια στον πατέρα μου και μ’ έζωναν τα φίδια. Το πρωί σαν ξυπνούσα, έχει τα δίκια του έλεγα κι αυτός, λίγο το ’χεις να περιμένουν από σένα τέσσερα στόματα κι εσύ να μην έχεις; Και πες πες το χώνεψα κι άρχισα να μη δίνω σημασία ούτε στα μπεκρουλιάσματα ούτε στο ξύλο, μόνη έγνοια μου τα κορίτσια μου να έχουν να φαν και να ντυθούν, γι’ αυτό πήγα κι έπιασα τη δασκάλα, το και το, κάτι εγγλέζικα και λίγο πιάνο τα έμαθα στα νιάτα μου κι άμα ξεύρεις κανέναν να θέλει, πες, γιατί έχω ζόρι. Καλή γυναίκα η δασκάλα, διαβασμένη και θεοσεβούμενη, με βρήκε δύο αγόρια στην Πολίχνη, αδέρφια δέκα και δώδεκα χρονώ, ναυτικός ο πατέρας τους κι η μάνα νοικοκυρεμένη, έδωκε εντολή ο ναυτικός να μάθουν τα παιδιά γλώσσες, σάμπως κι ακολουθήσουν τη δουλειά τη δικιά του, άμα παν στα ξένα, να μη στέκουν στα χαμένα σαν εκείνονε. Μόνο πού ’πρεπε εγώ να παίρνω δυο αστικά μέχρι να πάω στην Πολίχνη απ’ το Καραμπουρνάκι και δυο μέρες τη βδομάδα έλειπα απογέματα πέντε-έξι ώρες απ’ το σπίτι. Μα δε στεναχωριόμουνα, γιατί η Γιωργίτσα είχε πατήσει τα δεκατρία και μπορούσε να φυλάει τα άλλα δυο κι ο λεγάμενος είπε θα στέκεται αυτός στο σπίτι να μη μένουν μόνα τα παιδιά. Από εκεί, που λες, έπρεπε να το ψυλλιαστώ πως κάτι βρομάει, γιατί αυτός απ’ τον καφενέ δεν ξεκόλλαγε μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, αλλά τόση που ήταν η ανάγκη μου, χάρηκα κιόλας, λέω, μπας και ξανανοικοκυρευτεί σαν πρώτα.

Τρεις μήνες πήγε έτσι κι εγώ έβλεπα που το μεγάλο το κορίτσι μου μαραίνονταν, σαν φαρμακωμένο ήταν ολημερίς, βογκούσε τα βράδια στο στρώμα κι άλλες φορές τινάζονταν σκιαγμένο, τι έχεις, καρδούλα μου, τίποτα μάνα, κακό όνειρο, είναι που αλλάζει το κορμί και όσο να ’ναι θα έρθουν και τα ρούχα του, έλεγα η καψερή, δεν πήγε ο νους μου στο κακό, έπιασα και δυο τρία φράγκα, πλήρωσα κι ένα από τα νοίκια που χρωστάγαμε κι αναθάρρησα. Τώρα που τα αναλογιέμαι, λέω, έπρεπε να τα σκαλίσεις περσότερο, παιδί είναι κι εσύ η μάνα του, άμα το ζόριζες, θα ’σπαγε, αλλά στ’ ορκίζομαι στην ψυχή των γονιών μου, δεν πήγε ο νους μου.

Έσπασε, όμως, ο διάολος το ποδάρι του κι η αλήθεια φανερώθηκε μοναχή της. Ή έβαλε το χέρι του ο άγιος, παραμονή του Άι Γιώργη, βλέπεις. Κίνησα να πάω στο μάθημα, βρήκα μπροστά μου την απεργία, κατέβαιναν οι φορτηγατζήδες, οι λαχανοπώλες, οι χασάπηδες, όλη η αγορά μπλοκαρισμένη, αστικό δεν περνούσε. Είδα, απόειδα, γυρνάω σπίτι, είπα, να προλάβω να τηλεφωνήσω τη γυναίκα που δε θα πάω στο μάθημα, μη με περιμένουν και τα γιαβρούδια –τα είχα αγαπήσει, βλέπεις, τα αγόρια, χρυσά παιδιά, διαβαστερά και προκομμένα.

Μπαίνω σπίτι κι αντί για φασαρία και κόσμο, βρίσκω μια βουβαμάρα, λέω, πού να πήγαν όλοι απογεματιάτικα. Πρώτο απ’ το έμπα στο χολ το δωμάτιο των κοριτσιών, κάνω ν’ ανοίξω, το κλειδί στην πόρτα, μα αυτή κλειδωμένη. Ανοίγω απορημένη, βρίσκω τα δυο μικρά να παίζουν κατάχαμα, πού είναι η Γιωργίτσα; ρωτώ, με τον μπαμπά, λένε κι εκεί μια ανησυχία δάγκασε την καρδιά μου μια στιγμή, αλλά ο νους μου δεν το συνάντησε το δάγκαμα, ο νους αθώος και τυφλός, ακόμη κοιμισμένος δεν έβαλε στο νου του συφορά. Άφησα τα δυο μικρά να παίζουν και κίνησα για την κρεβατοκάμαρα, φτάνω απ’ όξω, η πόρτα κλειδωμένη κι αυτή και το κλειδί από μέσα. Με φώτισε ο Θεός –ο διάολος; ο Άι Γιώργης; όποιον αγαπάς βάνεις στο νου σου- και δεν έκαμα φασαρία, σημείο δεν έδωσα πως είμαι σπίτι, μόνο βγήκα όξω κι έκαμα τη γύρα του σπιτιού να βρεθώ μπροστά στο παράθυρο της κάμαρας, βρίσκω κλειστό το παράθυρο, μα ο μεντεσές χαλασμένος από χρόνια, πώς με φώτιξε και δεν έβαλα φωνή, στα μουγκά κι αθόρυβα δίνω απαλή σπρωξιά κι ανοίγει σαν γαρούφαλλο η κάσα και τι να δω.

Αχ, Παναγιά μου και Χριστέ κι Άι Γιώργη κι όλοι οι άγιοι μαζί, μη σώσει μάνα να δει το παιδί της να το μολεύει ο κύρης του με τέτοιον τρόπο, με κανέναν τρόπο, μη δει άνθρωπος τέρας να ρουφάει τις δροσιές του ίδιου του κοριτσιού του, κορίτσι, αγόρι, το ίδιο είναι θαρρώ τώρα που το βάνω στο νου, μη δει το διάολο να κρατσανίζει τα δόντια του, ν’ ακονίζει τα σαγόνια του πάνω στις τρυφεράδες του παιδιού του. Όι μάνα μου, πώς δεν ούρλιαξα, πώς δεν αλιποθύμηξα, πώς δεν πέθανα κείνη την ώρα πάνω στο θέαμα το αφύσικο, το απ’ αλλού φερμένο, λες κι απ’ την ίδια την κόλαση ξεριζωμένο και φυτεμένο απάνου στο κρεβάτι του γάμου, πάνω στο ίδιο το κρεβάτι που το έπιασα το σπλάχνο μου, που το έπιασα το σπλάχνο του, εκεί απάνου να ιδροκοπάει το τέρας της κόλασης πάνω στο τρυφερούδι του των δεκατριώχρονώ κι αυτό με μάτια σφαλιστά και χείλη άσπρα χιόνι απ’ το σφίξιμο να παλεύει να χωρέσει το αχώρεστο.

Άμα δεν το ζήσεις, δεν ξέρεις τι παλούκωμα της ψυχής είναι να βλέπουν τα μάτια σου το κορμάκι που λαχτάρησες να μεγαλώσεις, που σπιθαμή προς σπιθαμή το ξέρεις απ’ όξω κι ανακατωτά, γιατί πόντο πόντο το χαϊδολόγησες απ’ τα γεννητούρια του και το φρόντισες στις αρρώστιες, να το βλέπουν γυμνό τα μάτια σου να σπαρταράει και να λιώνει κάτω απ’ το βάρος του αγριμιού, του θεριού της ζούγκλας κι όχι όποιου όποιου, μα ίσα ίσα αυτού που του έμαθες να λέει πατέρα, στο λέω, να το ξεύρεις κι ο Θεός μη δώσει να το ζήσεις, το θωρούν τα μάτια κι ο νους πάλι δεν το χωράει για αληθινό.

Πάνω στη φούντωση και στην κάψα ο σατανάς δε μ’ άκουσε, δε μ’ είδε, μόν’ το γιαβρί μου μια στιγμή άνοιξε τα ματάκια του και μ’ είδε στο κάδρο του παράθυρου να χάσκω σαν εκείνη τη γυναίκα του Λοτ που μας είπαν στα θρησκευτικά, μια στιγμή που μ’ έκαψε τα σωθικά κι έκανε την καρδιά μου κρανίου τόπο άνοιξε τα ματάκια του κι είδα απορεμένα να ρωτάνγιατί, μάνα, είδα να ουρλιάζουν σώσε με, μάνα,κι αυτό το ουρλιαχτό είναι νύχτες που ακόμα ξεσκίζει τα τζιγέρια μου και όσο ζω θα με ξεσκίζει ολάκερη που δεν είχα μάτια και μυαλό να δω από τα πρώτα τι γινόταν, δεν είχα καρδιά να το νιώσω, μάνα είμαι εγώ που δεν το ’νιωσα; Οι μάνες τέτοια πράματα δε χρειάζεται να τα δουν, τα νιώθουν και μέχρι να αφήσω την τελευταία πνοή μου θα με καταριέμαι που δεν το ένιωσα η άχρηστη μάνα πριν ακόμη γένει το τρανό κακό.

Δεν είπα τίποτα, που λες. Θες το αστροπελέκι που με βάρεσε, θες το βλέμμα του κοριτσιού μου; Μάγκωσε η φωνή μέσα μου, θρύψαλα η κραυγή μου, χιλιάδες κοφτερές αστραπές σκόρπισαν ολούθε και σφηνώθηκαν στον λαιμό σε βόγκο βουβό, τέτοιον πόνο δεν ξέρω, αμαρτία παίρνω, αλλά τέτοιον πόνο, λέω τώρα ούτε άμα αντίκριζα το παιδί μου πεθαμένο θα ένιωθα.

Δεν είπα τίποτα. Μόνο πισωπάτησα, μπήκα τρεκλίζοντας στο σπίτι ξανά βροντώντας την πόρτα και κάνοντας σαματά να δώσω σήμα πως μόλις γύρισα τάχαμου και κάνοντας τη χαζή και την ανήξερη και πώς με βάστηξε η καρδιά, καμώθηκα και τη χαρούμενη που χάθηκε το μάθημα και γύρισα σπίτι νωρίς, μπήκα πρώτα στο δωμάτιο των μικρών που δεν κατάλαβαν, τ’ αγκάλιαζα και τα φιλούσα και δάγκωνα το κατωχείλι μην τύχει και βγει δάκρυ, αγρίευα το κλάμα, το απόπαιρνα να σκιαχτεί για να γυρίσει πίσω στο σφαλιστό λαγούμι του και πάλευα να δω, κι έτρεμα μη δω και σημάδια του σατανά πάνω στα μικρά. Του ’δωκα χρόνο, σε ένα δυο λεπτά φάνηκε δήθεν τάχα φρεσκοξυπνημένος, τι έπαθες, μωρή, και γύρισες; αδιάφορος και ανέμελος κι έγινε μπουχός μέχρι να πεις κύμινο για τον καφενέ.

Έτρεξα τότες εγώ στο κορίτσι μου, είχε ντυθεί στο μεταξύ, σαν νιογέννητο πουλί που έπεσε απ τη φωλιά μαζεμένο στη γωνιά του τοίχου με έναν τρόμο με κοίταξε σαν με είδε, μα άσε τον τρόμο, αυτός λες έχει και λογική, εκεί που τρέλα μ’ έπιασε είναι που είδα ενοχές στα μάτια του παιδιού μου, δεκατριώχρονώ κι ο κάφρος, ο καργιόλης, ο γιός του σατανά, τι λέω, ο σατανάς ο ίδιος, ιτς, στάλα ενοχή δεν είχε, κι αυτό δεκατριώχρονώγιαβρούδι φορτώθηκε απάνω του όλη την αμαρτία. Άνοιξα τα χέρια φτερούγες κι έσφιξα μέσα το σακατεμένο πουλί μου, απαλά απαλά, μην το πληγώσω κι άλλο, σπαρταρούσε μέσα μου κι ήθελα να δώσω μια να το ξανασπρώξω μέσα στην κοιλιά κι εκεί να το φυλάξω για πάντα να μην το ξαναγγίξει τίποτα και κανείς, να ξαναγίνει απ’ την αρχή άσπιλο και αθώο, το περιστέρι μου το αιματωμένο, να λευκάνει η καρδούλα του και το μυαλό του, το κορμί του, η ψυχή του να ξεγράψουν τη συφορά και το κακό που του έλαχε ο κύρης του να του δώκει.

Κάποια στιγμή πήρε να κλαίει, σώπα, πριγκιπέσα μου, σώπα, πουλί μου, μην κλαις, γιαβρί μου, κλάψε ψυχή μου, ματάκια μου, σώπα, μην κλαις, κλάψε, καρδούλα μου, να γειάνει η ψυχή σου και για το κορμί, μη σε μέλει, το κορμί βρίσκει τρόπο και γιατρεύεται μοναχό του, σςςςς, σώπα, πουλί μου, κλάψε, κι απ’ το πολύ το μιλητό μου και το κλάμα του αποκοιμήθηκε και πήρα τότες κι εγώ να κλαίω σιγανά έλα, ύπνε πάρε τοοο και βάλ’ το στους μπαξέδεεες και γιόμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδεεεες, κολοβό αναφιλητό και μου ήρθε το νανούρισμα της μάνας το θρακιώτικο και σαν ν’ άκουγα τη φωνή της μάνας, πού είσαι, μάνα μου, τώρα που σε χρειάζομαι, τώρα που είμαι κι εγώ μάνα και σαν μάνα δε φέρθηκα, που είσαι, μάνα μου, να με συντρέξεις να γειάνω το παιδί μου.

Σήκωσα στα χέρια τη Γιωργίτσα μου, την απίθωσα στο κρεβάτι της, ούτε θυμάμαι τον εαυτό μου να ταΐζειτ’ άλλα δυο, που, σαν να ένιωσαν κι αυτά το μολύβι που ντύθηκε η καρδιά μου, ήταν σιγαλά και υπάκουα μέχρι που κοιμήθηκαν, τα κλείδωσα και τα τρία στην κάμαρα μην τύχει και βάλει στο νου του ο καταραμένος και τίποτες άλλο, έχωσα το κλειδί στον κόρφο μου και καμώθηκα την κοιμισμένη μέχρι ν’ ακούσω το κλειδί του σατανά στην πόρτα κι άμα μπόραγες ν’ ακούσεις το μυαλό μου εκείνες τις ώρες θ’ άκουγες μηχανή ν’ αγκομαχάει, όχι, όχιμηχανή, ένα εργοστάσιο μηχανές ν’ αγκομαχάνε όλες αντάμα, άλλη να σφυρίζει, άλλη να τρίζει, άλλη να βαράει ταμπούρλα, άλλη να… αλλά τι σε λέω. Το μυαλό μηχανές, η καρδιά λιωμένη κάτω από ρόδες νταλίκας, χυμένη όλη κατάχαμα και το κορμί λες και πλάγιαζε σε ένα χαλί από πλεγμένα φίδια γλιστερά και παγερά που σέρνουνταν ακάματα να αναζητούν σάρκα να μπήξουν τα δόντια τους να απιθώσουν κι άλλο δηλητήριο.

Σαν τον άκουσα να έρχεται, μήτε ανάσα πήρα μέχρι να πλαγιάσει το μουσχάρι, ως το δέκα δεν πρόλαβα να μετρήσω κι αποκοιμήθηκε ζέχνοντας καπνισμένα πιοτά. Ένα δυο λεπτά απόμεινα ακόμη ακούνητη να σιγουρέψω το βαθυΰπνι του. Σαν άκουσα το πριόνι του ροχαλητού του, πήρα από κάτω απ’ το κρεβάτι τη βαριοπούλα που είχα φέρει από το αποθηκάκι της αυλής από πριν σαν αποκοιμήθηκαν τα κορίτσια, έφερα ένα γύρο το κρεβάτι να σταθώ ίσια από πάνω του και του έλιωσα το κεφάλι.

Κιχ δεν έβγαλε το γουμάρι και να σε πω την αλήθεια, τώρα που τα ξαναφέρνω στο νου, έπρεπε να το είχα κάνει αλλιώς, έπρεπε να είχε βασανιστεί πριν φύγει η ψυχή από μέσα του, να μάθει αυτός τι είναι να μαγαρίζεις το κορίτσι σου. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές ανεβοκατέβηκαν τα χέρια μου και ήταν σαν να σήκωνα και να κατέβαζα μπαμπάκι. Κάμποσες, όμως, γιατί το κεφάλι του, σαν απόσωσα, κεφάλι δεν ήταν, μόνο ένας μαύρος λεκές σάρκινος ανάκατος με τρίχες και λιωμένα κόκαλα πάνω στο λευκό μαξιλάρι. Αν με ρωτήξεις, το κόκκινο δεν το κάνω εικόνα, θες ο θολωμένος νους μου, θες το σκοτάδι της νύχτας, πάντως κόκκινο η καρδιά μου δε θυμάται και τώρα που το ξανασκέφτομαι ούτε θολωμένος ήταν ο νους, ξαστερωμένος ήταν, λαμπίκος. Μετά πήρα και του τσάκισα τα χέρια, ποιο το νόημα, θα με πεις, αυτά τα χέρια που βάστηξαν να σκαλίσουν το κορμάκι του παιδιού του δεν άντεχα να ξέρω πως θα απομείνουν ανέγγιχτα, κι άμα είχα κουράγιο και χρόνο ένα ένα με τα δόντια θα τα ξέσκιζα τα κλαδιά τα σάπια του Βελζεβούλ.

Έπειτα έκοψα το μαραμένο πράμα του με την τανάλια, θα με πεις, τι νόημα είχε, πρώτο έπρεπε να το κόψω όσο ήταν ακόμη ζωντανός, να νιώσει το λεπίδι να σφαδάξει, αλλά είχα στο νου που άμα ξύπναγε, θα ’μπηγε τις φωνές και δε θα απόσωνα να τον αποτελειώσω όπως το ’χα σχεδιάσει κι άφησα το πράμα του τελευταίο. Ίδιο ψόφιο σπουργίτι στο χέρι μου, πήγα στο παράθυρο, σφύριξα στον Αράπη, μεγάλη αδυναμία τον είχε τον Αράπη ο ασυγχώρετος κι έλεγα τα κορίτσια του δεν τα χαϊδολόγησε ποτέ όπως χαϊδολογάει τον σκύλο, πού να ’ξερα η αφορισμένη, πού να ’ξερα, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, πού να ’ξερα, έλα πασάκα μου που σου ’χω μεζέ, μια χαψιά έκανε το ζώο το διαολόπραμα του αφεντικού του και με κοίταξε έπειτα μ’ εκείνα τα μάτια του τα μπλαβιάαπορεμένο, λες και τον μύρισε τον σατανά την ώρα που τον κατάπινε και απόμεινε δίγνωμο αν έπραξε σωστά.

Έπειτα πήγα νίφτηκα και πλάγιασα ξαλαφρωμένη πλάι στα σπουργίτια μου. Σαν έφεξε, τα πήγα και τα τρία στο σχολειό, πού είναι ο πατέρας, ρώτησε το μικρό, άργησε χθες και κοιμάται ακόμη, μόνο η Γεωργία μου με κοίταξε με λαβωμένα μάτια που ήξεραν και αναγάλλιασε το μέσα μου πως ό,τι έκαμα ήταν τέτοιο που έπρεπε. Είπα στη δασκάλα που θα έρθει να τα πάρει η γειτόνισσα, άγιος άνθρωπος η Στέλλα η γειτόνισσα, όποτε χρειάστηκα τόσα χρόνια με έστερξε, κι έπειτα ήρθα εδώ.

Και δεν ξέρω αν είναι έτσι όπως λες, κυρ-αστυνόμε, ότι έγινα αυτή η πώς την λες, ναι, γεια σου, αυτή η Ρέα που έσωσε τα παιδιά της από τον ανθρωποφάγο κύρη τους, εγώ ξέρω, το χώνεψα καλά και στην καρδιά μου είναι βολεμένο ήσυχα, πως τρία λουλούδια μ’ αξίωσε ο Θεός να φέρω στον κόσμο εμένα την ανάξια κι αν θέλω ν’ ανθίσουν και να μοσχοβολίσουν στον κόσμο, κάλλιο άλλη οικογένεια να τα αγαπήσει και να τα μεγαλώσει, παρά ένας πατέρας κανίβαλος και μια μάνα φόνισσα.

Γιατί τα χέρια μου τα έπλυνα από το αίμα, ναι, και η καρδιά μου είναι λαγαρισμένη από το φονικό, αλλά, όπως και να γίνει και όπως και να το δεις, η αμαρτία είναι αμαρτία και άμα πάρεις ζωή, για ζώου, για ανθρώπου, η ψυχή πάντα αμαρτωλή θα σέρνεται στη μαγάρα. Η ψυχή, ακόμη κι αν είναι για το παιδί σου, η ψυχή δεν ξεπλένεται, κυρ-αστυνόμε, μέχρι να σβήσεις.