Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Αξίζουν ένα Booker οι «Ψαράδες;» Φανή Κεχαγιά


Ghigozie ObiomaΟι Ψαράδες, μτφρ.: Ιωάννα Ηλιάδη, Μεταίχμιο, 2015

Το βιογραφικό του συγγραφέα λέει πως γεννήθηκε το 1986 στο Άκουρε της Νιγηρίας (όπου κι αν βρίσκεται αυτό). Λέει ακόμη πως το φθινόπωρο του 2012 έλαβε υποτροφία για τον «καλλιτεχνικό ξενώνα» Ledig House στη Νέα Υόρκη. Έχει ζήσει στη Νιγηρία (προφανώς), στην Κύπρο (ενδιαφέρον!) και στην Τουρκία (χμ…), και πως αυτή την περίοδο διαμένει στις ΗΠΑ, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, αλλά οι Ψαράδες είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, με το οποίο έχει λάβει κάμποσες διακρίσεις, όπως  το Βραβείο Εικόνας NAACP καλύτερου λογοτεχνικού βιβλίου από πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, καθώς κι αρκετές υποψηφιότητες, όπως στη βραχεία λίστα για τo σχετικό βραβείο του Center for Fiction, επίσης στη βραχεία λίστα για πρωτοεμφανιζόμενους στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου όσο και στην εφημερίδα Guardian.

Αυτά τα λέει στο εσωτερικό του εξώφυλλου του βιβλίου. Και; Αρκούν αυτά για να με πείσουν να διαβάσω το βιβλίο;


Για να δούμε και το οπισθόφυλλο: Σε μια μικρή πόλη της δυτικής Νιγηρίας τέσσερα νεαρά αδέρφια εκμεταλλεύονται την απουσία του πατέρα για να ψαρεύουν στο απαγορευμένο ποτάμι […] η προφητεία ενός τρελού θα σταθεί αφορμή να διαλυθεί ο δεσμός ανάμεσα στα αδέρφια και αφετηρία μιας αλυσίδας τραγικών γεγονότων σχεδόν μυθικών διαστάσεων.

Ένα εκπληκτικό, δεξιοτεχνικό μεστό ντεμπούτο, 
λένε οι Financial Times.


Εν μέρει ιστορία ενηλικίωσης, εν μέρει αρχαία ελληνική τραγωδία, λέει η Economist.


Ωραία, προσωπικά αυτά μου αρκούν, για να με πείσει ένα βιβλίο να θέλω να το διαβάσω. Και μετά έρχεται η αποκάλυψη και όσα σε προδιαθέτουν οι πληροφορίες πως θα βρεις μπροστά σου ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα αυτών που το ίδιο το βιβλίο τελικά σου αποκαλύπτει. Ο Obioma ξεδιπλώνει στον αναγνώστη του ένα συγκλονιστικό σύμπαν, όπου μέσα από τον μικρόκοσμο του αφηγητή του αναδύονται συνταρακτικά καθηλωτικές αλήθειες, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν ξαναειπωθεί, τουλάχιστον με τόσο άμεσο κι απτό τρόπο. Το Άκουρε, μια μικρή τοποθεσία στη Νιγηρία, βιωμένο από τον συγγραφέα σε κάθε σπιθαμή του, μια που αποτελεί τα πατρογονικά εδάφη του, γίνεται το σκηνικό για να αποκαλυφθεί, μέσα από την οικογενειακή ιστορία και τα μάτια του μικρού αφηγητή του, όλη η καρδιά της μακρινής για εμάς αφρικανικής χώρας, που χτυπά για χρόνια με τον ρυθμό των πολιτικών ταμ ταμ, τα οποία ηχούν αλλοπρόσαλλα υπακούοντας στις παράλογες ανατροπές και τους εμφύλιους που ταλανίζουν τη χώρα.


Αλλά ο αναγνώστης δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Η πολυτάραχη πολιτική εικόνα της Νιγηρίας, το εκπαιδευτικό σύστημά της, η παραπαίουσα οικονομία της, η θρησκευτική συνθετότητά της και οι μαγευτικές πολιτιστικές λεπτομέρειες, τόσο διαφορετικά (και ξένα) όλα για τον Έλληνα αναγνώστη, δεν είναι παρά οι χοντροϋφασμένες ίνες του πολύχρωμου χαλιού πάνω στο οποίο στέκεται, χορεύει, βαδίζει, σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται η ιστορία του Obioma, που είναι πρωτίστως μια εκ πρώτης συνηθισμένη οικογενειακή ιστορία. Η οποία στην πορεία εξελίσσεται σε λυγμό, κορυφώνεται παίρνοντας διαστάσεις κραυγής, για να καταλήξει ως ψίθυρος κάθαρσης στο τέλος. Ένα τέλος που, παρά το δράμα του, καταλήγει αισιόδοξο. Ένα τέλος που, παρά την οδύνη που η οικογένεια βιώνει αυτοσπαρασσόμενη, δίνει ευκαιρία στον αναγνώστη ν’ αναπνεύσει με το νόημα της αρχαιοελληνικής κάθαρσης, αφού ο Έλεος και ο Φόβος, αρχαιοελληνικά δεδομένα κι αυτά, συνέχουν όλη την εξέλιξη της ιστορίας και το ξετύλιγμα μιας πλοκής, η οποία παίρνει αναπάντεχες και δυσβάσταχτες τροπές που κόβουν την ανάσα καθ’ όλη τη διάρκειά της.

Αλλά το μυθιστόρημά του δεν αποτελεί δράμα. Το χιούμορ είναι τόσο αριστοτεχνικά διάσπαρτο στην εξιστόρηση –από το στόμα του προ-έφηβου Νιγηριανού αφηγητή του Obioma‒ και διανέμεται τόσο σοφά από τον συγγραφέα, που το χαμόγελο λυτρώνει συχνά τον αναγνώστη. Τα ονόματα (ο Ικένε, ο Ομπέμπε, ο Μπότζα, ο Αμπούλου, η Νκεμ), τα παιχνιδίσματα με τα εναλλακτικά και απελπισμένα σχέδια των δύο αδερφών για τη δολοφονία του τρελού, που καταλήγουν αρχικά σε απανωτές κωμικές αποτυχίες, η μεστή αφέλεια των παιδιών, οι διδακτικές τιμωρίες και νουθεσίες του Πατέρα, οι θεατρικές υστερίες και οι γραφικοί θυμοί της Μητέρας, ελαφραίνουν το κλίμα και δεν τον αφήνουν στιγμή, ακόμη και όταν ο θάνατος απλώνει επαναλαμβανόμενα το πέπλο του στο σπίτι του αφηγητή, να καταλήξει ζοφερό. Αν οι Ψαράδες ήταν χρώμα, θα ήταν το χρώμα της άμμου, το χρώμα του βρεγμένου χώματος, το χρώμα ενός βροχερού αφρικανικού δειλινού, στη χειρότερη το χρώμα του λασπωμένου Όμι-Λα, του απαγορευμένου ποταμού. Ενίοτε χρυσαφί, ενίοτε καφετί, αλλά ποτέ γκρίζο, σίγουρα όχι μαύρο.


Έπειτα, είναι η γλώσσα του Obioma. Λόγος σφιχτός, εικονοπλαστικός, θεατρικός, με δυνατή αφήγηση που καταλαμβάνει το μεγάλο μέρος, και μεστούς, σχεδόν λακωνικούς, διαλόγους με ενδιάμεσες εκκωφαντικές σιωπές. Οι νιγηριανές διάλεκτοι, γιορούμπα και ίγκμπο, μένουν συχνά αμετάφραστες, διαποτίζοντας το βιβλίο με επιπλέον τοπικό χρώμα. Πρώτη συγκλονιστική φράση στη δεύτερη ακόμη σελίδα του βιβλίου: «Τα αδέρφια μου κι εγώ είχαμε καταλάβει με τον καιρό πως, όταν οι δύο θύλακες του σπιτιού μας, ο πατέρας και η μητέρα μας, κρατούσαν τη σιωπή τους, όπως οι κοιλίες της καρδιάς συγκρατούν το αίμα, αν τους τσιγκλούσαμε, το σπίτι θα πλημμύριζε». Και το κόκκινο γίνεται εικόνα.


Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με μια βραχυλογική φράση-δήλωση, το κεφάλαιο αποτελεί βουτιά του αφηγητή στο ξετύλιγμά της και μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται το νόημά της στον αναγνώστη. «Ο Όμι-Λα ήταν ένα τρομερό ποτάμι», «Ο πατέρας ήταν αετός», «Ο Ικένα ήταν πύθωνας», «Η μητέρα ήταν γερακάρισσα», «Οι ακρίδες ήταν προπομποί», «Ο Μπότζα ήταν μύκητας», «Οι αράχνες ήταν κτήνη της θλίψης», «Το μίσος είναι μια βδέλλα», «Η ελπίδα ήταν ένας γυρίνος», κάποιοι ενδεικτικοί αφορισμοί, που χτίζουν σασπένς, καθώς λειτουργούν ως προσημάνσεις των απροσδόκητων καταστάσεων που καταιγιστικά βομβαρδίζουν τη ζωή μιας φτωχικής μικροαστικής νιγηριανής οικογένειας. Αν οι Ψαράδες δεν ήταν ένα τόσο βαθιά ψυχογραφικό βιβλίο, ίσως θα μπορούσε να είναι ένα αφρικανικό παραμύθι (βρίθουν, εξάλλου, τα παραμυθικά στοιχεία μέσα του).


Εν τέλει, το βιβλίο είναι ένας θησαυρός για τον αφοσιωμένο αναγνώστη, ένα απ’ εκείνα που σε κάνουν να το σκέφτεσαι για μέρες μετά και που με τις φωνές του σε καλεί να το ξαναδιαβάσεις μόλις νιώσεις έτοιμος να βουτήξεις ξανά στα δαιδαλώδη νερά του. Φτάνει να έχεις τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού ανοιχτά, για να μπορέσεις αυτή τη δεύτερη φορά να αποθησαυρίσεις τις αχνές αποχρώσεις και τα αδιόρατα κρεσέντο που την πρώτη φορά διέφυγαν από τη λαιμαργία σου.