Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Τρία μπονζάι

(μια ευτυχία και δυο θάνατοι)

Φανή Κεχαγιά

Μίλα μου

«Μίλα μου για σένα».


«Λατρεύω το καλοκαίρι».


«Άλλο;».


«Το πράσινο. Χόρευα λάτιν, αλλά τα παράτησα. Δεν είχαμε άντρες, βαρέθηκα να κάνω τον καβαλιέρο».


«Μίλα μου κι άλλο».


«Τον καφέ μου τον πίνω σκέτο. Καπουτσίνο με κανέλλα. Αγαπώ τα μάτια των ανθρώπων. Μισώ όλους όσοι σκοτώνουν ζώα. Είχα ένα κόκερ μικρή, του έριξαν φόλα και αργοπέθανε στα χέρια μου. Χρόνια το έκλαιγα, σαν να μου πέθανε άνθρωπος. Από τότε, ζώο δικό μου δεν θέλω, δεν αντέχω ξανά τέτοιον πόνο».


«Μην σταματάς να μιλάς».


«Με αρρωσταίνει η σαπίλα της τηλεόρασης. Φθήνια πολλή. Χορεύω μόνη μου. Όχι λάτιν. Άλλα. Μόνη μου. Το ποδήλατό μου; Το μαζέψατε; Ακριβό ποδήλατο, έξι μήνες μάζευα χρήματα για να το πάρω. Το ποδηλ...».


«Στην ανάνηψη, γρήγορα! Τη χάνουμε...».



Μαμά


Τηγάνιζα πατατοκεφτέδες, που είναι οι αγαπημένοι του. Είχε δυο μέρες που είχε γυρίσει και πέθαινα να τον νταντέψω, όπως παλιά. Τον άκουσα ν’ ανεβαίνει από τις σκάλες, παράτησα το τηγάνι κι έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Τόσο που τον λαχτάρησα, δεν τον χόρταινα...


«Μοσχοβολάς», του είπα.


Με έσφιξε. Τώρα πια, ένα κεφάλι ψηλότερος από μένα, χωνόμουν εγώ μέσα του, αντί γι’ αυτόν.


«Μυρίζεις μαμά», είπε.


Η καρδιά μου, ένα τεράστιο μπαλόνι ευτυχίας. Ομορφότερο κομπλιμέντο δεν πήρα ποτέ μου.



Στο λιμάνι
«Οι Συμμορίται», έγραφε η ταμπέλα πάνω από κείνο το καταγώγι. Κοντοστάθηκε και αναρωτήθηκε τι σόι γλώσσα είναι αυτή. Καθαρεύουσα στην πιο κακόφημη γωνιά του λιμανιού; Από τους κάβους ερχόταν η αψιά μπόχα ξεραμένης αλμύρας. Κοντοστάθηκε. Να μπει ή όχι; Το λαρύγγι του ξεραμένο, σαν ξεραμένη αλμύρα κι αυτό.

«Μια γουλιά μόνο», σκέφτηκε, «ένα ποτηράκι να μαλακώσει το μέσα μου, να στυλώσω κι έπειτα αρχίζω πάλι να τρέχω».


Ένα λεπτό μόνο, γιατί οι διώκτες του δεν έπρεπε να είναι μακριά. Στο άνοιγμα της πόρτας κατάλαβε το νόημα της ταμπέλας. Η συμμορία των διωκτών του ήταν μέσα και τον περίμενε.


«Γαμώτο, η καθαρεύουσα, τελικά, πού κολλάει», ήταν το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε ν’ αναρωτηθεί.