Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

(Παραλογή) «Των τριών αδερφών»

"Των τριών αδερφών"

της Φανής Κεχαγιά



Τρεις νέοι αργοξημέρωναν κάτω στα ρούσα αλώνια.
Ο πρώτος ο καλύτερος με το φαρδύ το στέρνο
το αλέτρι του ακόνιζε, το αλέτρι κανακεύει.
Ο νους του είναι στη σοδειά, μην τύχει και χαλάσει.
Ο δεύτερος ο όμορφος, ο καλοκαμωμένος,
αδράχτι πλέκει ανέμελα και σιγοτραγουδάει.
Ο τρίτος ο μικρότερος, ο ερωτοχτυπημένος,
βαριές ανάσες ξεφυσά, φυσά και σιγοκλαίει.

«Αμάν, βρε μαύρε δύστυχε, τι ξεφυσάς και κλαίγεις;»
«Την όμορφή μου καρτερώ και απαντοχή δεν έχω».
Μα αυτή σαν να λησμόνησε τον ερωτοπαρμένο.
«Στην κάμαρη θα πλένεται, να αστράψει για να σου ’ρθει,
μην τύχει κι έρθει άνιφτη και αχτένιστη μπροστά σου
κι εσύ σκιαχτείς και πάρεις της πίσω το δαχτυλίδι,
το δαχτυλίδι το χρυσό το μυριοπλουμισμένο,
που λάμπει σαν αδάμαντας και αστράφτει σαν φεγγάρι,
το δαχτυλίδι το ακριβό, φερμένο από τα ξένα,
από τεχνίτες χρυσικούς παλιούς και επιδέξιους».

Στα πόδια στέκει ο μικρός, το δρόμο αγναντεύει,
η ώρα τρέχει και περνά και η κόρη αποφτάνει.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους κραίνει,
«Γεια και χαρά σας, όμορφοι, λεβέντες άξιας μάνας.
Τη βλέπει ο μικρότερος, τρέμει, λιγοθυμιέται,
μα αυτής το αμυγδαλωτό στον δεύτερο γυαλίζει,
τον δεύτερο τον όμορφο, τον λεβεντοστημένο,
με το καλόφτιαχτο κορμί και τα γλαυκά τα μάτια,
τα ματοτσίνορα στριφτά, σαν νύφης νιας δαντέλες.
«Σας έφερα απ’ τη μάνα σας νερό, κρασί να πιείτε,
ψωμί απ’ το φούρνο ζυμωτό και μοσχοβολισμένο,
κρύο κρασί, ζεστό ψωμί και φρεσκοφουρνισμένο,
να φάτε να στυλώσετε, να φτιάξει η ψυχή σας»
«Γεια και χαρά σου, όμορφη, κόρη λευκοπαρθένα,
γιατί δεν ήρθες γλήγορα, γιατί άργησες να έρθεις;»
«Μα, το ψωμί περίμενα κι αυτό αργούσε να ’βγει.
Τι με μαλώνεις, Κωσταντή, δε φτάνει σου που ήρθα;»
«Ήρθες, μα άργησες πολύ, μη χάθηκες στο δρόμο,
ο νους μου έβανε κακό και η καρδιά μου αντάρες».
«Το νου σου όλο στο κακό βάνεις, βρε Κωσταντή μου»
Το «μου» της τον ελίγωσε και το ευχαριστήθη,
της χαμογέλασε πλατιά με δόντια που αστράφτουν.
Μα αυτή, σαν είδε πως ταχιά ο Κωσταντής εχάρη,
στον δεύτερο αποστράφηκε μια χάρη να ζητήσει.
«Κουράστηκαν τα πόδια μου, δρόμος πολύς για να ’ρθω,
μήπως και θέλεις να με πας με το άλογό σου πίσω;»
Μα ο Γιωργής δεν φτούραγε, το ένιωθε το βλέμμα
της κόρης πάνω του καυτό και ήθελε να ξεφύγει,
μην τύχει και γενεί κακό και βγει αυτός ο φταίχτης.
«Ο μαύρος μου απόκαμε, τον έχω να βοσκάει,
πολλή δουλειά μου έβγαλε, δεν κάνει για άλλον δρόμο».
«Σε πάω εγώ στις πλάτες μου, σε παίρνω αγκαλιά μου»,
λέει ο δύστυχος μικρός, ο ερωτοχτυπημένος.
«Το ’χασες, Κωσταντάκη μου, και τι θα πει ο κόσμος,
σαν έβγει όξω και μας δει σφιχτοαγκαλιασμένους;
Το δαχτυλίδι το χρυσό δεν είναι δα στεφάνι»
«Σύρε, αδερφέ, την όμορφη να τη γυρίσεις πίσω,
κάμε μου το χατίρι εσύ κι εγώ θα στο χρωστάω».

Είδε κι απόειδε ο δεύτερος, τον μαύρο του σελώνει,
την κόρη βάνει επάνω του κι αυτός καβαλικεύει.
Και οι δυο τους παίρνουνε ομού του γυρισμού τον δρόμο.
«Για ιδες τι όμορφα λαλούν τα αηδόνια στα κλαράκια,
για ιδές λουλούδια που ανθούν στα πράσινα λιβάδια».
Αυτή κουβέντα πιάνει του, μα ο δεύτερος σωπαίνει.
«Ακούς τι όμορφα ηχεί ο αέρας που θροΐζει;»
Ο μαύρος βλέπει και θωρεί τι πάει για να γένει.
«Αφέντη μου αγνόησε την, τις φούχτες βάλ’ στα αυτιά σου,
τι η κόρη είναι πονηρή, βάνει σας και σφαχτείτε».
Δρόμος μακρύς, ήλιος καυτός, μεσημεριού η ώρα
και η κόρη έβαλε στον νου άλλον λόγο να δώσει.
«Διψάω και λιγοθυμώ, θέλω να ξαποστάσω,
να, εδώ πλάι στο ξέφωτο, έχει πυκνό δασάκι,
ρυάκια τρέχουν και κυλούν, να αναπαυτεί κι ο μαύρος».
«Μην την ακούς, αφέντη μου, εγώ είμαι σιδερένιος,
αντέχω κι άλλο πορπατώ ταχιά ταχιά να φτάσω,
την κόρη να αφήσουμε στη μάνα της που γνέθει».
Μα ο δεύτερος πλανεύτηκε, την κόρη υπακούει,
κάτω απ’ τον ίσκιο σταματά, την κόρη κατεβάζει
κι αυτή όπως κατέβαινε, του σκάει φιλί στ’ αχείλι.
Ο όμορφος πλανεύτηκε και απ’ το φιλί απατήθη,
λιγώθηκε, ζητιάνεψε κι άλλο φιλί να πάρει.
Η όμορφη αποκρίθηκε, βρέθηκαν ξαπλωμένοι,
κάτω από δέντρο αψηλό, πάνω στην πρασινάδα.

Εκεί που λίγο ήθελε η συμφορά να γένει,
ο πρώτος ο ολιγόλογος φτάνει με το άλογό του.
Την κόρη αρπάζει απ’ το μαλλί, τη σέρνει στο ποτάμι
και σφάζει την χωρίς λαλιά με κοφτερό μαχαίρι.
Ο δεύτερος αποταχιά στα πόδια του εστυλώθη,
τρέχει και πάει πλάι του, μα το κακό εγίνη.
«Τι πας και κάνεις, αδερφέ, την κόρη του αδερφού μας;»
«Αν είν’ να κλαίω αδερφό, καλλιά να είναι η κόρη.
Αυτή το έβανε στον νου να μας αποτελειώσει.
Εσέ παρά τον Κωσταντή ήθελε για δικό της,
μα, άμα το μάθει ο Κωσταντής, θα πέσει να σε σφάξει
και εγώ τους θέλω πλάι μου όλους τους αδερφούς μου».
«Τι θα του πούμε τώρα δα που η κόρη είναι σφαγμένη;»
«Εσύ θα πεις την άφησες στην άκρια του χωριού μας,
άμα την βρουν το απόγιομα, θα πουν ληστές την ηύραν,
τη μόλεψαν, τη χάλασαν και την απαρατήσαν».

Την ηύραν το απόβραδο και βούιξαν οι ρούγες,
το έμαθε και ο Κωσταντής και πέφτει του θανάτου,
μα έχει από δίπλα του αδέρφια αγαπημένα,
τον πρώτο τον καλύτερο με το φαρδύ το στέρνο,
που λίγο μιλά, μα σκέφτεται κάλλιο και για τους τρεις τους,
τον δεύτερο τον όμορφο τον καλοκαμωμένο,
που λίγο λίγο έλειψε τη συμφορά να σπείρει.
Σαν την εθάψαν και μετά φεύγει, κινάει στα ξένα,
μην τύχει κι εύρει ο Κωσταντής άλλην αγαπημένη
κι ο διάολος θελήσει το να μπει αναμεσό τους.

Έτσι έγινε και σώθηκε η αγάπη των τριών τους.
Χωρίστηκαν, μα δε φτουρά διχόνοια αναμεσό τους,
Αγαπημένοι απόμειναν, το μυστικό ετάφη,
το ξέχασε ο δεύτερος, ο τρίτος το εκατάπιε.
Και η μάνα τους καμάρωνε τους τρεις της τους λεβέντες,
κοιμούνταν και γαλήνευε σ’ αυτήν τη σκέψη απάνω,
«Ανάμεσό τους δε φτουρεί τίποτες να εύρει να μπει,
λεβέντες τους μεγάλωσα, μα πάνω απ’ όλα αδέρφια,
με αγάπη αδιαμόλευτη, τρεις κρίκοι αλυσίδας.
Απ’ όλες του κόσμου πιότερο τις νιες αγορομάνες,
εγώ είμαι απαρασάλευτα η πλιο ευτυχισμένη»  

«Παράπονο»

«Παράπονο»


 από τη Φανή Κεχαγιά

Θυμάσαι στην αρχή, τότε που έλεγες
πως για πάντα μαζί μου θα γελάς;
Ο έρωτάς σου στέρεψε, τον ρούφηξαν οι αρμοί
των χαραμάδων της ρηχής καρδιάς σου
και πάει.
Τα πελώρια φτερά σου άνοιξες
τα άπλωσες περίτρανα, αλαζονικά
και πέταξες για εκεί που ονειρεύτηκες.
Δε λέω, το χάρηκα το πέταγμά σου.
Το ζήλεψα, δε λέω,
τέτοια φτερά ελεύθερα, τέτοιους ανεμογδάρτες
πώς να μη θαυμάσει ο κοινός θνητός;
Πώς τέτοιο ανέβασμα τσίμπημα να μη φέρει
σε μια καρδιά γεννημένη γήινη;

Όμως εγώ; Εγώ που απέμεινα εδώ;
Χωρίς ίχνος φτερών να θροΐζει στις πλάτες,
χωρίς καν τη φαγούρα μιας υποψίας.
Φτερών, εννοώ. Χωρίς προοπτική
έστω και κάποιου χαμηλού πετάγματος.

Δίχως προοπτική πτήσης
πώς να σε φτάσω; Πώς να προφτάσω το αέρινο;
Ανήμπορος, απελπισμένος
στέκω να θωρώ
να φθονώ απαρηγόρητα μεθυσμένος
τον υπέροχο τρόπο με τον οποίο
περήφανα απομακρύνεσαι. 

Εσύ, λοιπόν, εκεί ψηλά που ονειρεύτηκες


κι εγώ εδώ στο λίγο που χρεώθηκα.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

«Επτά χειμώνες»



Επτά χειμώνες πέρασαν, μα πώς να σε ξεχάσω,
οι φίλες μου φωνάζουνε «άστο να πάει στο διάολο»,
μα, εμένα η καρδιά μου έχει αγύριστο κεφάλι,
μα, εμένα το κεφάλι μου πάντα είναι κολλημένο
σ’ εκείνα τα Χριστούγεννα που με είχες αγκαλιά σου.

Επτά χειμώνες πέρασαν, που πέρασε η ευτυχία.
Αφού ήτανε να με άφηνες, ας με προειδοποιούσες,
γλυκόπικρα χαμόγελα ας άστραφτες στη νύχτα.
Εγώ θα καταλάβαινα και θα προστατευόμουν
δε θα έμενα ξεκρέμαστη σαν έρημο ακρογιάλι.

Μια σπίθα στείλε αστραπής μες στο χαμόγελό σου,
να κάθομαι αδιάντροπα τσιγάρα να ποτίζω
τα έρμα τα πνευμόνια μου που τίποτε δε φταίνε.
Εκείνο το απόγευμα που σε κατάπιε ο δρόμος
να εξαφανιζόμουνα, φυγές άλλες μη ζήσω.

Αρχίζω να προσεύχομαι σε ανύπαρκτες ελπίδες,
φιλί μονάχα να γευτώ, στόμα αγαλματένιο,
κορμί που ονειρεύεται ανείπωτες λαχτάρες,
για να τις κάνει φυλαχτό μέσα στην κάμαρά του.

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Μαμά (από τη Φανή Κεχαγιά)

Αρραβωνιασμένοι ακόμη, ένα φεγγάρι μέναμε στο πατρικό του άντρα μου. Η πεθερά μου για κάποιο διάστημα γηροκομούσε τον πατέρα της. Στα τελευταία του τότε ο παππούς Διογένης, κατάκοιτος, αλλά αθόρυβος. Στωικός στην αρρώστια του. Δωρικός. 
Μια καλοκαιρινή βραδιά εμείς γυρίσαμε από βραδινή έξοδο, παρκάραμε το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι χασκογελώντας ανέμελα, όπως ταιριάζει στην ηλικία των είκοσι-κάτι και στις καλοκαιρινές βραδιές. Κάπου κοντά στις τρεις τα ξημερώματα πρέπει να ήταν. Παράθυρα διάπλατα ανοιχτά σ´ όλα τα σπίτια. Στο πεζοδρόμιο ακόμη, λίγο πριν την είσοδο ένα απελπισμένο βογγητό μας κοκκάλωσε… «Μαμά μου… μανούλα μου». Ο παππούς Διογένης από τον τρίτο όροφο στον ύστατο πόνο ζητούσε την πεθαμένη ποιος ξέρει από πόσα χρόνια «μανούλα» του. 
Θυμάμαι ότι έκλαψα στο πεζοδρόμιο αρκετή ώρα… Δε νομίζω πως κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ… Σε λίγο καιρό ο παππούς Διογένης λυτρώθηκε.
Αργότερα έκανα το πρώτο μου παιδί. Σεπτέμβριο μήνα μαμά για πρώτη φορά. Δεκέμβριο άρχισαν οι διαφημίσεις της unicef, αυτές με τα σκελετωμένα παιδάκια. Με άγγιζαν πάντοτε, ναι, με έθλιβαν και άλλοτε. Αλλά τώρα, ένα πράμα περίεργο, με κομμάτιαζαν. Αδύνατο να δω ολόκληρη διαφήμιση της unicef, της action aid χωρίς να πλαντάξω σε λυγμούς. Έπαιρνα το δικό μου παιδί αγκαλιά και το πότιζα δάκρυα για τα άλλα που πεινάνε και αργοπεθαίνουν. 
Τότε διαπίστωσα πως θα μπορούσα να μεγαλώσω οποιοδήποτε παιδί. Μαύρο, κόκκινο, πράσινο, φτάνει να μου έλεγε κάποιος πως ένα παιδί χρειαζόταν φροντίδα, εγώ ευχαρίστως θα γινόμουν η μαμά του, θα το μεγάλωνα για δικό μου πλάι στο φυσικό μου παιδί. 
Εκεί κατάλαβα πως μάνα δε γεννιέσαι. Γίνεσαι. Και πως οι μανάδες που μεγαλώνουν παιδιά που δε γέννησαν είναι δυο φορές μαμάδες.
Κοντεύει εικοσαετία που είμαι μαμά. Όλα αυτά τα χρόνια έχω χάσει τον ύπνο μου αμέτρητες φορές. Όπως επίσης την υπομονή μου, τις προτεραιότητές μου, την ησυχία μου… Αλλά όσα κι αν είναι τα χαμένα, σαν μπουν στη ζυγαριά με τα κερδισμένα, πιάνουν πάτο. 
Όλα αυτά τα χρόνια θυμάμαι τον παππού Διογένη. Η απεγνωσμένη ικεσία του με στοιχειώνει, το ομολογώ. Γιατί τρέμω…
Τρέμω τη στιγμή που θα χρειαστεί να φωνάξω «μαμά μου… μανούλα μου» και η μαμά μου δε θα είναι πια εδώ. Μα πιο πολύ τρέμω μην έρθει η ώρα που θα χρειαστεί τα παιδιά μου να ικετεύσουν «μαμά μου… μανούλα μου» και δεν είμαι εγώ πια εδώ. 
Ασχέτως που το επάγγελμα «μάνα» είναι full time job και δεν αρκεί μια μέρα του χρόνου για να αποδοθεί επαρκώς φόρος τιμής, Χρόνια Πολλά σε όλες τις μανάδες του κόσμου, πράσινες, κόκκινες, κίτρινες. Σε όσες μοχθούν να γίνουν υψώνοντας ανάστημα σε κοινωνικές συμβάσεις. (Λιτσάκι, για μένα είσαι ήδη φτασμένη μαμά, να το ξέρεις)
Προπάντων σε όσες κουβαλάνε αγόγγυστα τον προσωπικό σταυρό τους… 

http://allanea.gr/05/2016/mama-apo-ti-fani-kexagia/

Τα ρούχα στο πλυντήριο


Από τη Φανή Κεχαγιά



Κατά βάση χρόνος για τηλεόραση στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει ούτε σταγόνα. 

Να βάλω πλυντήριο. Να πάω τη μικρή στο βόλεϊ. Ο μεγάλος αύριο γράφει διαγώνισμα. Να βγάλω τα ρούχα από το πλυντήριο. Βενζίνη δεν έβαλα στο αυτοκίνητο, θέλει και σέρβις, να πάω να το δουν κι από πού μπάζει υγρασία.   

Κατά βάση θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που δεν προλαβαίνω να ανοίξω τηλεόραση. Έτσι γλιτώνω την παράκρουση των δελτίων ειδήσεων. 

Έλα, όμως, που ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και τα άλλοθι τελείωσαν. Συνέπεσαν φέτος και οι διακοπές με ένα σωρό κοσμοϊστορικά, γαμώτο. 

Κάπου εκεί ανάμεσα στα φλέγοντα διλήμματα τι δώρο να πάρω στα βαφτιστήρια, πότε να στηθώ στην ουρά να πάρω το σήμα, ήρθε και η ασφάλεια του αυτοκινήτου, η δόση για τον ΕΝΦΙΑ, για την Πρωτοχρονιά μοσχάρι ή χοιρινό, πάρε την υστερία με το φλεγόμενο Nordic Atlantic. Κάπου μεταξύ μελομακάρονου, κανταϊφιού και χοιρινού με κρασί μέλι που ψήνεται στη γάστρα φάε στα μούτρα τα μποφόρ και γέψου και λίγο από την αγωνία της εγκύου που παλεύει να σκαρφαλώσει στο ελικόπτερο, μουσκέψου από τα νερά που πετάνε να σβήσουν τη φωτιά, θύμωσε όσο χωράει με την ολιγωρία του πληρώματος και των λιμενικών, μπουκώσου κι άλλο ένα μελομακάρονο, γιατί δεν αφήνει ωραία γεύση ο πανικός ανθρώπων που αγωνιούν για τη ζωή τους και να το γλυκάνεις λίγο, βρε αδερφέ, το στοματάκι, μη φύγει κι αυτή η μελένια αίσθηση Χριστουγέννων που τόσο καιρό τα περίμενες για να φύγει η πικρίλα και το μυαλό από τα άλλα, τα καθημερινά.

Μαζεύτηκαν πάλι τα σκούρα, μην ξεχάσω να βάλω πλυντήριο.
Δε χώνεψες καλά-καλά το Nordic Atlantic, βαρύ έκατσε στο στομάχι το πλοίο με δυο μελομακάρονα, στο καπάκι πάρε και άλλα δυο πλοία, ένα που εξόκειλε κάπου στη Μάγχη μες στη νύχτα κι ένα άλλο που έτσι του ήρθε να βουλιάξει αύτανδρο κάπου εκεί πάνω πάλι.

Η εγγύτητα μιας είδησης χρωματίζει και τη βαρύτητά της. 

Ρε δες τι γίνεται στον κόσμο, κρίμα στους ανθρώπους χριστουγεννιάτικα, αλλά… το πλυντήριο τελείωσε άραγε;

Δώσε κι άλλο. Αεροπλάνο έπεσε σε δάσος κάπου στην Αμερική και μια μοναδική επιζήσασα ηρωίδα εφτάχρονη, που είδε μαμά-μπαμπά-αδερφή να πεθαίνουν, περπάτησε αιμόφυρτη και έφτασε στον πολιτισμό να ζητήσει βοήθεια. Εδώ μια κάποια περισσότερη ανατριχίλα, γυρνάς και βλέπεις το δικό σου εφτάχρονο που βάφει ξαπλωμένο στο πάτωμα κόκκινη τη μύτη ενός χάρτινου Ρούντολφ και σφυρίζει τα κάλαντα –μόλις έμαθε να σφυρίζει και δοκιμάζεται σε ένα ιδιαίτερα ευρύ ρεπερτόριο.

Ευχαριστώ, Παναγία μου, εδώ ακόμη έχει Χριστούγεννα.  Μην ξεχάσω να βγάλω και τα ρούχα από το πλυντήριο και μου μουχλιάσουν.

Έπιασαν και τον Ξηρό και είναι και κακοβαμμένος κατάξανθος. Τραγελαφικό. Βρήκαν και το δολοφόνο του Κουμανταρέα. Παντελώς αδιάφορο. Έλα και στις 25 Ιανουαρίου εκλογές μην ξεχνιόμαστε ότι είμαστε και σε κρίση και πρέπει να το σώσουμε από κάπου το πράμα, γιατί δημοκρατία έχουμε, ρε φίλε, και ο λαός αποφασίζει, Τσίπρα ή Σαμαρά, Σαμαρά ή Τσίπρα, έλα κι ο Γιωργάκης ένα κόμμα, έλα μην ξεχνιόμαστε λέμε.

 Έχασες τη δουλειά σου; Τσίπρα, γιατί πολύ ωραία τα λέει, κι ας το ξέρεις που είναι και παραμύθια, μα για ένα παραμύθι ζούμε, την αλήθεια την ξέρουμε, στο πετσί μας μας τη ράψανε με το έτσι θέλω. Τα κουτσοβολεύεις κακήν κακώς; Σου κόψανε μισθούς, συντάξεις, δώρα, αλλά κουτσά-στραβά μια αξιοπρέπεια στις υποχρεώσεις σου τη διατήρησες; Σαμαρά δαγκωτό, γιατί ουαί κι αλίμονο μας αν βγούμε από το ευρώ, ποια δραχμή θα μας σώσει που έχουμε και δάνεια κι αν παγώσουν οι πληρωμές καήκαμε. 

Και όλα αυτά; Κινδυνολογίες του κώλου και σενάρια επιστημονικής φαντασίας; Ή ρεαλισμός; Προσέχω για να έχω ή με έκαναν να φοβάμαι και τη σκιά μου; Θα μας αφήσουν να βγούμε από το ευρώ ή με το φόβο ότι θα τους πάρουμε μαζί μας την κατρακύλα θα μας κρατήσουν με νύχια και με δόντια;

Τσίπρα ή Σαμαρά; Σαμαρά ή Τσίπρα; Ή Ποτάμι που έχω κι ένα σωρό φίλους που κατεβαίνουν μαζί του; Να πώς το δίλημμα γίνεται τρίλημμα. Και τετράλημμα μη σου πω.

Τα ρούχα μην ξεχάσω να απλώσω πριν βγω.

Ευτυχώς που εγώ δεν ψηφίζω, θριαμβολογεί το εφτάχρονο που αλλάζει τα δόντια του κι έχει ένα τζούφιο χαμόγελο μούρλια να το πιεις στο ποτήρι και σε πιάνει μια ζήλια για την ανεμελιά που είναι όλη δική σου.

Θα ανακοινώσουν, λέει, και το επτασφράγιστο μυστικό της Αμφίπολης κάπου γύρω στις 20. Εντελώς τυχαία προεκλογικά. Είναι δυνατόν να μας θεωρούν τόσο ηλίθιους;

 Και σάμπως δεν τους δώσαμε το δικαίωμα να γραπώνονται απ’ την ηλιθιότητά μας; Σ’ αυτή τη ζωή, ό,τι κι αν λες εσύ πως είσαι, τελικά καλώς ή κακώς σημασία έχει πως φαίνεσαι. Έξυπνος περνιέσαι και μπορεί και να είσαι, ποια είμαι εγώ να το αμφισβητήσω, αλλά πως φαίνεσαι, μάγκα μου, έτσι ωσάν αγελαίο ζώον που φέρεσαι; (Και μένα βάζω μέσα στην αγέλη των ηλιθίων, για να μην παρεξηγούμαστε).

Μα, πάν καλά; Θα με επηρεάσει στο τι θα ψηφίσω αν στον τάφο άραζε την αρίδα του ο Αλέξανδρος, ο Νέαρχος ή η Ολυμπιάδα; 

Σημαντική ανακάλυψη, αναμφίβολα, ο τάφος στον λόφο. Όπως και οι λιγότερο πανηγυρτζίδικες  που λαμβάνουν χώρα αλλού. Ως αρχαιολόγος που τελείωσα προ αμνημονεύτων χρόνων –τόσων που δεν έχω το δικαίωμα να το παίζω ούτε ειδήμων ούτε καν γνώστης-  ανατριχιάζω από ένα ωραίο μείγμα νοσταλγικού φθόνου (Μα-να-μην-είμαι-κι-εγώ-εκεί) και ορθολογιστικής επίγνωσης (του πόσο-καλοστημένο-πανηγύρι-είναι-αυτό). Τον έζησα το χώρο κάποτε, τον λάτρεψα, τον μπούχτισα, τον απαξίωσα. Όποιου κι αν είναι ο τάφος, δεν παύει να είναι το πιο κιτς αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα που έχει χτιστεί ποτέ και σε κάνει να αναρωτιέσαι διάφορα. ΚΑΙ σφίγγες ΚΑΙ καρυάτιδες ΚΑΙ ψηφιδωτό ΚΑΙ λιοντάρι από πάνω για καπέλο; Τέτοιος αχταρμάς από αρχαίους που πρέσβευαν το μέτρο; Τόσο κουλουβάχατα τα έκανε η πολυπολιτισμικότητα του Μέγα Στρατηλάτη τελικά;

Όπως και να ΄χει, μακάρι λέω να είναι το Μέγιστο των θαυμάτων κρυμμένο εκεί κάτω, γιατί ένα θαύμα πασπαλισμένο με μπόλικη χρυσόσκονη ποιος δεν το θέλει στη ζωή του πού και πού, αλλά την ψήφο μου δεν την καθοδηγεί ούτε η Περιστέρη ούτε το Υπουργείο Πολιτισμού και διατηρώ την αφέλεια να πιστεύω πως και κανενός άλλου νοήμονος όντος.

Απανωτά τα χαστούκια όμως, ησυχασμό δεν έχει κι αυτή η ρουφιάνα η οικουμένη. Πόσο σασπένς ν’ αντέξει μια μάνα σε διακοπές Χριστουγέννων;

Τώρα που είπα σασπένς, μην ξεχάσω να δω το Gone Girl πριν ανοίξουν τα σχολεία, πολύ καλό μου είπαν.

Νεαρή Κούρδη αυτοπυρπολήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Και το κερασάκι στη χριστουγεννιάτικη τούρτα, η επίθεση στην παρισινή Charlie Hebdo… Τζιχαντιστές λεηλάτησαν, δολοφόνησαν, υψώθηκαν θεολογικά-πολιτικά και κέρδισαν θριαμβευτικά μια θέση δίπλα στον πολυλατρεμένο τους Προφήτη. Εδώ τι να πεις, τι να σκεφτείς και τι να νιώσεις η έρμη η νοικοκυρά που έχεις να απλώσεις και ρούχα; Τι πρώτα; 

Ακόμη δεν κατάφερες να καταπιείς τη μια μπουκιά, σου χώνουν στο στόμα και δεύτερη, αμάσητα πάνε όλα κάτω, τι να πρωτοχωνέψει κι αυτό το ταλαίπωρο στομάχι που είναι και γεμάτο μελομακάρονα και κανταΐφια ένεκα των ημερών και δε χωράει πλέον ούτε στραγάλι;

Ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή. 

Και βρες μετά εσύ που σκέφτεσαι και νιώθεις και έχεις και «θέλω» να ουρλιάζουν μέσα στον ορυμαγδό των «πρέπει» και μέσα στον απόλυτο παραλογισμό του κόσμου τις ισορροπίες που απαιτούνται δια ροπάλου, αφενός για να ισορροπήσεις εσύ στο σκοινί που σου τέντωσαν χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω και από την άλλη για να μεγαλώσεις χαρούμενα και υγιή παιδιά, τόσο χαρούμενα και τόσο υγιή ψυχικά και συναισθηματικά, που άμα είναι τέτοια η μοίρα τους, να μπορούν να κάνουν και τον κόσμο καλύτερο.

Ωραίο αυτό το μαλακτικό τελικά, μοσχοβόλησε το σπίτι. Να το ξαναπάρω.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

«Νέα Φινλανδική Γραμματική» Μυθιστόρημα του Ντιέγκο Μαράνι, εκδ. Αιώρα (Μετάφραση Δήμητρα Δότση)




Μία κριτική προσέγγιση

από τη Φανή Κεχαγιά

Τα κριτήρια επιλογής βιβλίου είναι σαφώς υποκειμενικά. Κάποιοι διαλέγουν το επόμενο βιβλίο τους από το εξώφυλλο, κάποιοι αποκλειστικά από την περίληψη του οπισθόφυλλου. Υπάρχουν κι αυτοί που ακολουθούν τυφλά την κάθε έκδοση συγκεκριμένου συγγραφέα, κάποιοι ακολουθούν προτάσεις φίλων ή υπακούουν στα καλέσματα της διαφήμισης, άλλοι –οι πλέον ολιγαρκείς- απλώς ερωτεύονται τον τίτλο. Σε κάθε περίπτωση, ένα επιτυχημένο πάντρεμα ανάμεσα σε βιβλίο και αναγνώστη προϋποθέτει μια χημεία σχεδόν ερωτική (ή και χωρίς το «σχεδόν»). Και, ενώ ο αναγνώστης διατηρεί υπερφίαλα τη βεβαιότητα πως επέλεξε το βιβλίο που κρατά στα χέρια του, ώστε να μπορεί στη συνέχεια, όταν το βιβλίο ανταποκριθεί ή υπερβεί τις αναγνωστικές προσδοκίες του, να καυχιέται για την επιλεκτική του δεινότητα και να τρέφεται από την ικανοποίηση να το προτείνει ως ειδικός, γελιέται. Πρόκειται για μία συνηθισμένη πλάνη, που διαιωνίζεται από την ίδια της την αντιστροφή. Ουσιαστικά, είναι το βιβλίο αυτό που επιλέγει τον αναγνώστη του. Αυτόν που θα μπορέσει να αντιληφθεί τις προθέσεις του και θα μπορέσει να ξεκλειδώσει τα φυλαγμένα μυστικά του.

Η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο δεσποτικό, που, παρά το ότι σε επέλεξε, δε σου χαρίζεται. Σε γραπώνει από την πρώτη σελίδα, αλλά δε σε αφήνει να ανασάνεις. Σε ρίχνει στα βαθιά και σε προστάζει «κολύμπα», χωρίς να σου πετά σωσίβιο. Μια ιστορία ιστορημένη κυκλικά από φωνές ραγισμένες που παλεύουν να ορθωθούν ακέραιες μέσα από τη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος, όμως, παρά το ότι χρωματίζει ολόκληρο το βιβλίο με το ζόφο του, δεν είναι παρά το «μουσικό χαλί», το μπακγκράουντ μιας ιστορίας, που, μέσα στην πολυπλοκότητά της, παραμένει καθαρά ανθρώπινη.

"Φωνές τόσο πυκνές, με εναλλαγές τόσο σφιχτοδεμένες, που νιώθεις την ανάγκη να πάρεις μολύβι να υπογραμμίζεις, μην τυχόν και στην επόμενη γραμμή χάσεις το νήμα της σκέψης του ήρωα, να τη ζωγραφίσεις με το μολύβι, για να μπορέσεις στο τέλος της να ξαναπαρακολουθήσεις την πορεία από την αρχή, ώστε να καταφέρεις να τη συλλάβεις". 

Ο Φινλανδός γιατρός Πέτρι Φρίαρι, αυτοεξόριστος από τη χώρα που μισεί να λατρεύει υπηρετώντας στο γερμανικό ναυτικό, αναλαμβάνει να δημοσιοποιήσει την ιστορία αυτού που νόμιζε πως είναι ο Σάμπο Κάργιαλαϊνεν, με άμεση πρόθεση να εξιλεωθεί για το τραγικό λάθος και απώτερη να απαλύνει τις τύψεις του. Η ιστορία του «Σάμπο Κάργιαλαϊνεν», του ανθρώπου χωρίς μνήμη, χωρίς γλώσσα και πατρίδα, αποκαλύπτεται βήμα-βήμα ως η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να γαντζωθεί από μια οποιαδήποτε ταυτότητα, έστω και δανεική, μέσα από τα τετράδια στα οποία καταγράφει τη γραμματική της γλώσσας που τον πείθουν πως πρέπει να ξανακατακτήσει, μια που, σύμφωνα με τον γιατρό Φρίαρι, αυτή είναι η μητρική του: τα φινλανδικά. Τον χορό ανάμεσα στην απολογία του γιατρού Φρίαρι και την ημερολογιακή καταγραφή στα τετράδια του «Σάμπο Κάργιαλαϊνεν» τον πλαισιώνουν τα απελπισμένα γράμματα της ερωτευμένης νοσοκόμας Ίλμα, που το όνομά της, όπως η ίδια δηλώνει, σημαίνει «αέρας», και οι παραληρηματικές αλήθειες του εφημέριου Κόσκελα, με την εμμονική εμβάθυνσή του στην Κάλεβαλα, το εθνικό φινλανδικό έπος. 


Φωνές τόσο πυκνές, με εναλλαγές τόσο σφιχτοδεμένες, που νιώθεις την ανάγκη να πάρεις μολύβι να υπογραμμίζεις, μην τυχόν και στην επόμενη γραμμή χάσεις το νήμα της σκέψης του ήρωα, να τη ζωγραφίσεις με το μολύβι, για να μπορέσεις στο τέλος της να ξαναπαρακολουθήσεις την πορεία από την αρχή, ώστε να καταφέρεις να τη συλλάβεις. 

Όμως, για να μην υπάρξει κίνδυνος παρανόησης, μια διευκρίνιση: η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» δεν είναι ένα βιβλίο δύσκολο. Είναι απλώς ένα βιβλίο απαιτητικό που διαβάζεται οριζοντίως και καθέτως, και απαιτεί σκάλισμα σε βάθος, πίσω από το προφανές των λέξεων. Ακόμη και οι σιωπές και οι ανάσες στους διαλόγους απαιτούν την ερμηνεία τους, επιτρέποντας στον αναγνώστη να προσθέσει στο παχύ στρώμα των νοημάτων τη γαρνιτούρα που αυτός ορέγεται. Ο συγγραφέας του, Ντιέγκο Μαράνι, επινοητής της Europanto, μιας γλώσσας-παιχνιδιού αποτελούμενης από ένα κράμα γλωσσών, εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, στον τομέα της προώθησης της πολυγλωσσίας, οπότε το εγχείρημα είναι αντάξιό του. Ένας πολύγλωσσος Ιταλός συγγραφέας επιχειρεί την αποδόμηση και συνάμα την ανάδειξη μιας ξένης γι’ αυτόν γλώσσας, της φινλανδικής, δια στόματος ενός ήρωα που δεν έχει τη μνήμη καμιάς γλώσσας, οπότε λειτουργεί για το συγγραφέα ως tabula rasa.

«Τα κανονιστικά εργαλεία μιας γλώσσας δημιουργούνται κυρίως για να εμποδίσουν την πρόσβαση των αλλόφυλλων παρά για να διευκολύνουν την κατανόησή της. Κάθε γλώσσα κρύβεται πίσω από τη μυσταγωγική τελετουργία της γραμματικής της, όπως μια μυστική αίρεση πίσω από τις μυστικές τελετές της. Όμως η γλώσσα δεν είναι κάποια θρησκεία στην οποία μπορείς είτε να πιστέψεις είτε όχι. Η γλώσσα είναι ένα φυσικό φαινόμενο και είναι ίδιον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η ανοησία των ανθρώπων τη χώρισε σε πάμπολλες γραμματικές και καθεμιά ισχυρίζεται πως είναι η σωστή, πως είναι ο καθρέφτης της καθαρότητας της σκέψης ενός ολόκληρου λαού".

Και εδώ υπεισέρχεται και το ζήτημα της μετάφρασης. Αν το θέμα, η υπόθεση και η πλοκή του βιβλίου αποτελεί ένα τόλμημα για το συγγραφέα του (έναν Ιταλό που γράφει για τη φινλανδική γλώσσα), για να συμπληρωθεί το τρίγωνο ισορροπημένα, απαιτεί εξαιρετικές γνώσεις και των δύο γλωσσών (ιταλικών και φινλανδικών), ώστε να αποδοθεί επάξια το περιεχόμενό του στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα φαίνεται να δικαιώνει θεαματικά τη μεταφράστρια Δήμητρα Δότση. Ο πρωταγωνιστής του συγκεκριμένου βιβλίου, που θα μπορούσε να είναι ψυχολογικό θρίλερ, όπως υποστηρίζεται στο οπισθόφυλλο, ή ιστορικό μυθιστόρημα ή ψυχογράφημα, αλλά σίγουρα με κομμάτια που προσιδιάζουν σε δοκίμιο, είναι αναμφίβολα η γλώσσα. Αυτή που υπερβαίνει τα σύνορα και τους λαούς.

«Τα κανονιστικά εργαλεία μιας γλώσσας δημιουργούνται κυρίως για να εμποδίσουν την πρόσβαση των αλλόφυλλων παρά για να διευκολύνουν την κατανόησή της. Κάθε γλώσσα κρύβεται πίσω από τη μυσταγωγική τελετουργία της γραμματικής της, όπως μια μυστική αίρεση πίσω από τις μυστικές τελετές της. Όμως η γλώσσα δεν είναι κάποια θρησκεία στην οποία μπορείς είτε να πιστέψεις είτε όχι. Η γλώσσα είναι ένα φυσικό φαινόμενο και είναι ίδιον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η ανοησία των ανθρώπων τη χώρισε σε πάμπολλες γραμματικές και καθεμιά ισχυρίζεται πως είναι η σωστή, πως είναι ο καθρέφτης της καθαρότητας της σκέψης ενός ολόκληρου λαού. Και έτσι κάθε λαός μαθαίνει τους κανόνες της γραμματικής του και τρέφει την ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτούς τους κανόνες θα λύσει τη δυσνόητη άσκηση της ζωής», λέει ο γιατρός Φρίαρι.

Όπως και να ΄χει, η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο πρωτίστως ατμοσφαιρικό. Η Φινλανδία παρουσιάζεται μέσα από τη γλώσσα της, να αγκομαχά στις παρυφές του πολέμου που την πλησιάζει απειλητικά, αποτελώντας το κάδρο μέσα στο οποίο κινούνται άνθρωποι που αναζητούν εναγωνίως να κρατηθούν ή να μην κρατηθούν στη ζωή, προτείνοντας τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους ως τη μοναδική ταυτότητα που θα μπορούσε να διατηρήσει το άτομο πέρα και πάνω από εθνικότητες. Η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο πυκνό, που, εφόσον επιλέξει τον αναγνώστη του, απαιτεί από αυτόν χρόνο, σεβασμό στις λέξεις και σίγουρα επιδέχεται περισσότερες της μιας αναγνώσεις, για να δικαιωθεί σε όλο το πλάτος, το βάθος και τη βαθύτερη ουσία του.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Επωδός Μακαρίου


"Επωδός μακαρίου"
Φανή Κεχαγιά


Έλεγε και έλεγε.
Λατρεύει να ακούει τη φωνή του.
Ταλαιπωρημένα σύμφωνα
ορφανά φωνήεντα
χωρίς ταίρι
Το βαθύ βελόνι της μοναξιάς, βλέπεις.
Ξεγελιέται η μοναξιά απ’ το μιλητό,
xτυπά η σιωπή αλλιώτικα 
τα λεία ντουβάρια.
Ρούφηξε ανάσες
ξεφύσησε λέξεις.
Χαμογελούσε κιόλας
χαζός
ερωτευμένος.

Έλεγε και ξανάλεγε.
Ίδια επωδός
εμμονική
απαράλλαχτη,
μπας και η επανάληψη δώσει ρίζες στην ευχή
"Αγκαλιά, αγκαλιά, αγκαλιά"
σαν Φιλί σε στόμα ανέγγιχτο.

Κι αφού είπε και είπε,
Αποκοιμήθηκε 
μακάρια ξεγελασμένος.

(Εγώ) ποιήτρια δεν είμαι (http://lexitanil.nured.uowm.gr/index.php?contentid=193)


Φανή Κεχαγιά


Γάζες διάτρητες οι λέξεις, φεγγοβολούν αέρα κοπανιστό.
Επαφές, επιστροφές, λέξεις καταστροφές.
Επιμηκύνσεις και συντομεύσεις,
μοναχικές εμμονές για φευγαλέους καβαλάρηδες.
Για πες… Αυτό μόνο;
Όχι. Κι άλλο.
Νταντέματα και δικαιολογίες, φόβοι, θέλγητρα, φόβητρα και απειλές.
Κι άλλο, κι άλλο…
(Εγώ) ποιήτρια δεν είμαι.
Το Εγώ δεν ποτίζεται εύκολα με λέξεις
που λατρεύουν να λατρεύονται,
που παίρνουν τον εαυτό τους σοβαρά
και –προπάντων- στιβαρά,
πιο πολύ από το λίγο που τους πρέπει, πιο πολύ από το περισσότερο.
(Εγώ) ποιήτρια δεν είμαι.
Παίζω. Αυτό, μάλιστα!
Πολύ μου αρέσουν τα παιχνίδια,
μα μόνο αυτά που δε μετράει αν χάνεις ή κερδίζεις.
Σ’ αυτά, δύο και δύο κάνουν όσο θέλω,
δέκα, εκατόν πενήντα, τριακόσια εβδομήντα οχτώ.
Παιχνίδια-ψέματα με λέξεις-αρμούς,
σαν εκείνο το παιδικό παιχνίδι που στήνεις πύργους με τουβλάκια
(να τους γκρεμίσει ένα αχ αν θέλεις και άμα σου βαστάει)
τόσο ψηλούς όσο αντέχεις,
φτάνει να μην έχεις
αυταπάτες
πως χτίζεις παλάτια.

Να λες: πλέκω τραπουλόχαρτα-ανέμους,
περιδέραια-θηλιές πλεγμένα με ανείπωτα αχ.
Φτάνει το αίμα που βομβεί στα αυτιά σου πίσω απ’ τις λέξεις
να τολμάς να το πιστέψεις για ψέμα.
Πύργοι ψέματος τα παραμύθια,
παραμύθια τα ποιήματα για μεγάλα παιδιά.
Μα εγώ, παιδιά,
ποιήτρια δεν είμαι.
Είμαι παραμυθού.

Τρία μπονζάι

(μια ευτυχία και δυο θάνατοι)

Φανή Κεχαγιά

Μίλα μου

«Μίλα μου για σένα».


«Λατρεύω το καλοκαίρι».


«Άλλο;».


«Το πράσινο. Χόρευα λάτιν, αλλά τα παράτησα. Δεν είχαμε άντρες, βαρέθηκα να κάνω τον καβαλιέρο».


«Μίλα μου κι άλλο».


«Τον καφέ μου τον πίνω σκέτο. Καπουτσίνο με κανέλλα. Αγαπώ τα μάτια των ανθρώπων. Μισώ όλους όσοι σκοτώνουν ζώα. Είχα ένα κόκερ μικρή, του έριξαν φόλα και αργοπέθανε στα χέρια μου. Χρόνια το έκλαιγα, σαν να μου πέθανε άνθρωπος. Από τότε, ζώο δικό μου δεν θέλω, δεν αντέχω ξανά τέτοιον πόνο».


«Μην σταματάς να μιλάς».


«Με αρρωσταίνει η σαπίλα της τηλεόρασης. Φθήνια πολλή. Χορεύω μόνη μου. Όχι λάτιν. Άλλα. Μόνη μου. Το ποδήλατό μου; Το μαζέψατε; Ακριβό ποδήλατο, έξι μήνες μάζευα χρήματα για να το πάρω. Το ποδηλ...».


«Στην ανάνηψη, γρήγορα! Τη χάνουμε...».



Μαμά


Τηγάνιζα πατατοκεφτέδες, που είναι οι αγαπημένοι του. Είχε δυο μέρες που είχε γυρίσει και πέθαινα να τον νταντέψω, όπως παλιά. Τον άκουσα ν’ ανεβαίνει από τις σκάλες, παράτησα το τηγάνι κι έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Τόσο που τον λαχτάρησα, δεν τον χόρταινα...


«Μοσχοβολάς», του είπα.


Με έσφιξε. Τώρα πια, ένα κεφάλι ψηλότερος από μένα, χωνόμουν εγώ μέσα του, αντί γι’ αυτόν.


«Μυρίζεις μαμά», είπε.


Η καρδιά μου, ένα τεράστιο μπαλόνι ευτυχίας. Ομορφότερο κομπλιμέντο δεν πήρα ποτέ μου.



Στο λιμάνι
«Οι Συμμορίται», έγραφε η ταμπέλα πάνω από κείνο το καταγώγι. Κοντοστάθηκε και αναρωτήθηκε τι σόι γλώσσα είναι αυτή. Καθαρεύουσα στην πιο κακόφημη γωνιά του λιμανιού; Από τους κάβους ερχόταν η αψιά μπόχα ξεραμένης αλμύρας. Κοντοστάθηκε. Να μπει ή όχι; Το λαρύγγι του ξεραμένο, σαν ξεραμένη αλμύρα κι αυτό.

«Μια γουλιά μόνο», σκέφτηκε, «ένα ποτηράκι να μαλακώσει το μέσα μου, να στυλώσω κι έπειτα αρχίζω πάλι να τρέχω».


Ένα λεπτό μόνο, γιατί οι διώκτες του δεν έπρεπε να είναι μακριά. Στο άνοιγμα της πόρτας κατάλαβε το νόημα της ταμπέλας. Η συμμορία των διωκτών του ήταν μέσα και τον περίμενε.


«Γαμώτο, η καθαρεύουσα, τελικά, πού κολλάει», ήταν το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε ν’ αναρωτηθεί.

Αξίζουν ένα Booker οι «Ψαράδες;» Φανή Κεχαγιά


Ghigozie ObiomaΟι Ψαράδες, μτφρ.: Ιωάννα Ηλιάδη, Μεταίχμιο, 2015

Το βιογραφικό του συγγραφέα λέει πως γεννήθηκε το 1986 στο Άκουρε της Νιγηρίας (όπου κι αν βρίσκεται αυτό). Λέει ακόμη πως το φθινόπωρο του 2012 έλαβε υποτροφία για τον «καλλιτεχνικό ξενώνα» Ledig House στη Νέα Υόρκη. Έχει ζήσει στη Νιγηρία (προφανώς), στην Κύπρο (ενδιαφέρον!) και στην Τουρκία (χμ…), και πως αυτή την περίοδο διαμένει στις ΗΠΑ, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, αλλά οι Ψαράδες είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, με το οποίο έχει λάβει κάμποσες διακρίσεις, όπως  το Βραβείο Εικόνας NAACP καλύτερου λογοτεχνικού βιβλίου από πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, καθώς κι αρκετές υποψηφιότητες, όπως στη βραχεία λίστα για τo σχετικό βραβείο του Center for Fiction, επίσης στη βραχεία λίστα για πρωτοεμφανιζόμενους στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου όσο και στην εφημερίδα Guardian.

Αυτά τα λέει στο εσωτερικό του εξώφυλλου του βιβλίου. Και; Αρκούν αυτά για να με πείσουν να διαβάσω το βιβλίο;


Για να δούμε και το οπισθόφυλλο: Σε μια μικρή πόλη της δυτικής Νιγηρίας τέσσερα νεαρά αδέρφια εκμεταλλεύονται την απουσία του πατέρα για να ψαρεύουν στο απαγορευμένο ποτάμι […] η προφητεία ενός τρελού θα σταθεί αφορμή να διαλυθεί ο δεσμός ανάμεσα στα αδέρφια και αφετηρία μιας αλυσίδας τραγικών γεγονότων σχεδόν μυθικών διαστάσεων.

Ένα εκπληκτικό, δεξιοτεχνικό μεστό ντεμπούτο, 
λένε οι Financial Times.


Εν μέρει ιστορία ενηλικίωσης, εν μέρει αρχαία ελληνική τραγωδία, λέει η Economist.


Ωραία, προσωπικά αυτά μου αρκούν, για να με πείσει ένα βιβλίο να θέλω να το διαβάσω. Και μετά έρχεται η αποκάλυψη και όσα σε προδιαθέτουν οι πληροφορίες πως θα βρεις μπροστά σου ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα αυτών που το ίδιο το βιβλίο τελικά σου αποκαλύπτει. Ο Obioma ξεδιπλώνει στον αναγνώστη του ένα συγκλονιστικό σύμπαν, όπου μέσα από τον μικρόκοσμο του αφηγητή του αναδύονται συνταρακτικά καθηλωτικές αλήθειες, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν ξαναειπωθεί, τουλάχιστον με τόσο άμεσο κι απτό τρόπο. Το Άκουρε, μια μικρή τοποθεσία στη Νιγηρία, βιωμένο από τον συγγραφέα σε κάθε σπιθαμή του, μια που αποτελεί τα πατρογονικά εδάφη του, γίνεται το σκηνικό για να αποκαλυφθεί, μέσα από την οικογενειακή ιστορία και τα μάτια του μικρού αφηγητή του, όλη η καρδιά της μακρινής για εμάς αφρικανικής χώρας, που χτυπά για χρόνια με τον ρυθμό των πολιτικών ταμ ταμ, τα οποία ηχούν αλλοπρόσαλλα υπακούοντας στις παράλογες ανατροπές και τους εμφύλιους που ταλανίζουν τη χώρα.


Αλλά ο αναγνώστης δεν πρέπει να παραπλανηθεί. Η πολυτάραχη πολιτική εικόνα της Νιγηρίας, το εκπαιδευτικό σύστημά της, η παραπαίουσα οικονομία της, η θρησκευτική συνθετότητά της και οι μαγευτικές πολιτιστικές λεπτομέρειες, τόσο διαφορετικά (και ξένα) όλα για τον Έλληνα αναγνώστη, δεν είναι παρά οι χοντροϋφασμένες ίνες του πολύχρωμου χαλιού πάνω στο οποίο στέκεται, χορεύει, βαδίζει, σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται η ιστορία του Obioma, που είναι πρωτίστως μια εκ πρώτης συνηθισμένη οικογενειακή ιστορία. Η οποία στην πορεία εξελίσσεται σε λυγμό, κορυφώνεται παίρνοντας διαστάσεις κραυγής, για να καταλήξει ως ψίθυρος κάθαρσης στο τέλος. Ένα τέλος που, παρά το δράμα του, καταλήγει αισιόδοξο. Ένα τέλος που, παρά την οδύνη που η οικογένεια βιώνει αυτοσπαρασσόμενη, δίνει ευκαιρία στον αναγνώστη ν’ αναπνεύσει με το νόημα της αρχαιοελληνικής κάθαρσης, αφού ο Έλεος και ο Φόβος, αρχαιοελληνικά δεδομένα κι αυτά, συνέχουν όλη την εξέλιξη της ιστορίας και το ξετύλιγμα μιας πλοκής, η οποία παίρνει αναπάντεχες και δυσβάσταχτες τροπές που κόβουν την ανάσα καθ’ όλη τη διάρκειά της.

Αλλά το μυθιστόρημά του δεν αποτελεί δράμα. Το χιούμορ είναι τόσο αριστοτεχνικά διάσπαρτο στην εξιστόρηση –από το στόμα του προ-έφηβου Νιγηριανού αφηγητή του Obioma‒ και διανέμεται τόσο σοφά από τον συγγραφέα, που το χαμόγελο λυτρώνει συχνά τον αναγνώστη. Τα ονόματα (ο Ικένε, ο Ομπέμπε, ο Μπότζα, ο Αμπούλου, η Νκεμ), τα παιχνιδίσματα με τα εναλλακτικά και απελπισμένα σχέδια των δύο αδερφών για τη δολοφονία του τρελού, που καταλήγουν αρχικά σε απανωτές κωμικές αποτυχίες, η μεστή αφέλεια των παιδιών, οι διδακτικές τιμωρίες και νουθεσίες του Πατέρα, οι θεατρικές υστερίες και οι γραφικοί θυμοί της Μητέρας, ελαφραίνουν το κλίμα και δεν τον αφήνουν στιγμή, ακόμη και όταν ο θάνατος απλώνει επαναλαμβανόμενα το πέπλο του στο σπίτι του αφηγητή, να καταλήξει ζοφερό. Αν οι Ψαράδες ήταν χρώμα, θα ήταν το χρώμα της άμμου, το χρώμα του βρεγμένου χώματος, το χρώμα ενός βροχερού αφρικανικού δειλινού, στη χειρότερη το χρώμα του λασπωμένου Όμι-Λα, του απαγορευμένου ποταμού. Ενίοτε χρυσαφί, ενίοτε καφετί, αλλά ποτέ γκρίζο, σίγουρα όχι μαύρο.


Έπειτα, είναι η γλώσσα του Obioma. Λόγος σφιχτός, εικονοπλαστικός, θεατρικός, με δυνατή αφήγηση που καταλαμβάνει το μεγάλο μέρος, και μεστούς, σχεδόν λακωνικούς, διαλόγους με ενδιάμεσες εκκωφαντικές σιωπές. Οι νιγηριανές διάλεκτοι, γιορούμπα και ίγκμπο, μένουν συχνά αμετάφραστες, διαποτίζοντας το βιβλίο με επιπλέον τοπικό χρώμα. Πρώτη συγκλονιστική φράση στη δεύτερη ακόμη σελίδα του βιβλίου: «Τα αδέρφια μου κι εγώ είχαμε καταλάβει με τον καιρό πως, όταν οι δύο θύλακες του σπιτιού μας, ο πατέρας και η μητέρα μας, κρατούσαν τη σιωπή τους, όπως οι κοιλίες της καρδιάς συγκρατούν το αίμα, αν τους τσιγκλούσαμε, το σπίτι θα πλημμύριζε». Και το κόκκινο γίνεται εικόνα.


Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με μια βραχυλογική φράση-δήλωση, το κεφάλαιο αποτελεί βουτιά του αφηγητή στο ξετύλιγμά της και μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται το νόημά της στον αναγνώστη. «Ο Όμι-Λα ήταν ένα τρομερό ποτάμι», «Ο πατέρας ήταν αετός», «Ο Ικένα ήταν πύθωνας», «Η μητέρα ήταν γερακάρισσα», «Οι ακρίδες ήταν προπομποί», «Ο Μπότζα ήταν μύκητας», «Οι αράχνες ήταν κτήνη της θλίψης», «Το μίσος είναι μια βδέλλα», «Η ελπίδα ήταν ένας γυρίνος», κάποιοι ενδεικτικοί αφορισμοί, που χτίζουν σασπένς, καθώς λειτουργούν ως προσημάνσεις των απροσδόκητων καταστάσεων που καταιγιστικά βομβαρδίζουν τη ζωή μιας φτωχικής μικροαστικής νιγηριανής οικογένειας. Αν οι Ψαράδες δεν ήταν ένα τόσο βαθιά ψυχογραφικό βιβλίο, ίσως θα μπορούσε να είναι ένα αφρικανικό παραμύθι (βρίθουν, εξάλλου, τα παραμυθικά στοιχεία μέσα του).


Εν τέλει, το βιβλίο είναι ένας θησαυρός για τον αφοσιωμένο αναγνώστη, ένα απ’ εκείνα που σε κάνουν να το σκέφτεσαι για μέρες μετά και που με τις φωνές του σε καλεί να το ξαναδιαβάσεις μόλις νιώσεις έτοιμος να βουτήξεις ξανά στα δαιδαλώδη νερά του. Φτάνει να έχεις τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού ανοιχτά, για να μπορέσεις αυτή τη δεύτερη φορά να αποθησαυρίσεις τις αχνές αποχρώσεις και τα αδιόρατα κρεσέντο που την πρώτη φορά διέφυγαν από τη λαιμαργία σου.