Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

 Λίγα λόγια για το μυθιστόρημα Η λίστα του Λεπορέλλο του Φώτη Δούσου (Εκδόσεις Νεφέλη, 2021) στο fractal.gr.

Χιούμορ και διακειμενικές αναφορές • Fractal (fractalart.gr)




 Η αναγνωστική ματιά μου για το βιβλίο του Δημήτρη Μανιάτη Μπρούντζινος (Εκδόσεις Μετρονόμος, 2021) στο diastixo.gr: 


Δημήτρης Μανιάτης: «Μπρούντζινος» (diastixo.gr)

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

"Γιαβρί μου"

«Γιαβρί μου»

Από αγάπη τον πήρα. Για να λέμε του στραβού τα δίκια, τρελός έρωτας. Αυτός ήταν είκοσι οχτώ, εγώ δεκαεννιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Κι ο τελευταίος.

Οι δικοί μου ούτε να τον δουν ζωγραφιστό. Την κόρη μου εγώ σε εργάτη δεν τη δίνω. Βουλκανιζατέρ, μαρή; Γι’ αυτό λιώνουμε εγώ κι η μάνα σου στα διπλά μεροκάματα να σε στέλνουμε στα εγγλέζικα και στα ωδεία, για να ξεπέσεις στον λιγδιάρη; Άστραψε και βρόντηξε ο πατέρας μου σαν το έμαθε. Άστραψαν και τα μάτια μου απ’ τα απανωτά χαστούκια που μου σβούριξε. Το σφύριξε, βλέπεις, στη μάνα μου η γαλατού της γειτονιάς που μας είδε ένα βράδυ σαν με γύρναγε σπίτι απ’ τα σκοτεινά ο λεγάμενος με τη μηχανή κι αυτή έτρεξε αυτοστιγμεί να το πει του πατέρα μου. Έβγαλε αυτός το ζουνάρι και με ξεπέτσιασε. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Μια με τις χερούκλες σκαμπίλια, μια με το ζουνάρι στα πόδια.

Μα, δε με έμελλε. Ο λεγάμενος ήταν πιο έμορφος από άγγελος, κι ας ήταν όλο με λεκιασμένες φόρμες. Σαν καβάλαγε τη μηχανή, ούτε ο Αλεντελόν φτούραγε μπροστά του. Με κοίταγε μ’ εκείνα τα τουρκουάζ μάτια τουκι έλιωνα εγώ, είχε και κάτι ματοτσίνουραμπουκλωτά σαν μισοφέγγαρα, έραβε και ξήλωνε τα σπλάχνα μου η ματιά του κι άναβε στο μέσα μου φωτιές του Αγιαννιού που δεν έλεγαν να σβέσουν. Όλες στη γειτονιά τον λαχταρούσαν, μα αυτός ήθελε εμένα κι εγώ τι; Θα τον άφηνα να μου το φάνε οι κάργιες, για να πάρω κάναν δασκαλάκο, επειδής το ονειρεύτηκε ο πατέρας μου; Όχι. Αυτόν ήθελα κι αφού μ’ ήθελε κι αυτός, δεν του έπεφτε λόγος ούτε του πατέρα ούτε της μάνας.

Μα, σαν το ’μαθαν, αφού με τουλούμιασε πρώτα καλά καλά στο ξύλο ο γέρος, με γράπωσε κι η μάνα απ’ το μαλλί, ρεζίλι των σκυλιών μας έκανες, μωρή, και με κλειδαμπάρωσαν στο σπίτι, μήτε στο παράθυρο μ’ άφηνε η μάνα να ξεμυτίσω. Βούιξε η γειτονιά, τα ’μαθε κι ο λεγάμενος, ήρθε γραβατωμένος τρεις μέρες μετά με κάτι γλαδιόλες ίσαμε το μπόι του να με ζητήξει. Ο πατέρας μου ούτε τον άφησε να μπει, απ’ το κατώφλι τον ξαπόστειλε, χαραμοφάη τον ανέβαζε, προικοθήρα τον κατέβαζε. Τον είδα ’γω απ’ τις γρίλιες να φεύγει σαν σκύλος δαρμένος, είπα, πάει, αυτό ήτανε, τον έχασα κι είπα δε μένει παρά να φαρμακωθώ. Αλλά αυτός το πήρε μανιάτικο που τον φέρθηκε σαν ζητιάνο ο γέρος μου και χρύσωσε την Αργυρώ τη μοδίστρα που την είχε σεβασμό η μάνα μου να με φέρει το ραβασάκι να κλεφτούμε. Έτσι δεν πήρα το φαρμάκι κι έλεγα η δόλια γλίτωξα, πού να ’ξερα η καψερή τι έμελλε να με ’βρει. Απ’ το πίσω παράθυρο μ’ έβαλε σκάλα και κατέβηκα Τετάρτη βράδυ ανήμερα του Αι Γιώργη κι έκανα τάμα, αν πάνε όλα κατ’ ευχή κι αξιώσει ο Θεός να τον στεφανωθώ και κάμω αγόρι, Γιώργη να το πω.

Αλλά δες εσύ άμα θέλει ο σατανάς πώς τα ταιριάζει, τον στεφανώθηκα, μα αγόρι δεν ήρθε, μόν’ τρεις τσούπρες η μια πίσω απ’ την άλλη. Το τάμα, όμως, είναι τάμα και πρέπει να πλερώνεται, γι’ αυτό μαθές το πρώτο Γιωργίτσα το είπα κι ας ήθελε ο λεγάμενος να το βγάλουμε Αναστασώ της μάνας του. Αναστασώ βγάλαμε το δεύτερο, το στερνό το είπαμε Δέσποινα. Της μάνας μου κι ας μη με ξαναμίλησαν ποτές ούτε αυτή ούτε ο πατέρας μέχρι που συχωρέθηκαν.

Που λες, μάλαμα και ζάχαρη τα πρώτα χρόνια, μα σαν πέρναγε ο καιρός και έπεσαν όξω οι δουλειές –βρόμισε ο τόπος βουλκανιζατέρ, βλέπεις- άρχισε να μπεκροπίνει ο λεγάμενος. Έρχουνταν στο σπίτι μπαρουτιασμένος κι άμα μίλαγα, μ’ έριχνε κι από καμιά. Κι εγώ δεν κράταγα το στόμα μου κλειστό, έλεγα, από έρωτα τον πήρα, η μάνα κι ο κύρης μου ούτε να με ξαναδιούν ζωγραφιστή για το χατίρι του κι αυτός να μπεκρουλιάζει, άρχισα να δίνω δίκια στον πατέρα μου και μ’ έζωναν τα φίδια. Το πρωί σαν ξυπνούσα, έχει τα δίκια του έλεγα κι αυτός, λίγο το ’χεις να περιμένουν από σένα τέσσερα στόματα κι εσύ να μην έχεις; Και πες πες το χώνεψα κι άρχισα να μη δίνω σημασία ούτε στα μπεκρουλιάσματα ούτε στο ξύλο, μόνη έγνοια μου τα κορίτσια μου να έχουν να φαν και να ντυθούν, γι’ αυτό πήγα κι έπιασα τη δασκάλα, το και το, κάτι εγγλέζικα και λίγο πιάνο τα έμαθα στα νιάτα μου κι άμα ξεύρεις κανέναν να θέλει, πες, γιατί έχω ζόρι. Καλή γυναίκα η δασκάλα, διαβασμένη και θεοσεβούμενη, με βρήκε δύο αγόρια στην Πολίχνη, αδέρφια δέκα και δώδεκα χρονώ, ναυτικός ο πατέρας τους κι η μάνα νοικοκυρεμένη, έδωκε εντολή ο ναυτικός να μάθουν τα παιδιά γλώσσες, σάμπως κι ακολουθήσουν τη δουλειά τη δικιά του, άμα παν στα ξένα, να μη στέκουν στα χαμένα σαν εκείνονε. Μόνο πού ’πρεπε εγώ να παίρνω δυο αστικά μέχρι να πάω στην Πολίχνη απ’ το Καραμπουρνάκι και δυο μέρες τη βδομάδα έλειπα απογέματα πέντε-έξι ώρες απ’ το σπίτι. Μα δε στεναχωριόμουνα, γιατί η Γιωργίτσα είχε πατήσει τα δεκατρία και μπορούσε να φυλάει τα άλλα δυο κι ο λεγάμενος είπε θα στέκεται αυτός στο σπίτι να μη μένουν μόνα τα παιδιά. Από εκεί, που λες, έπρεπε να το ψυλλιαστώ πως κάτι βρομάει, γιατί αυτός απ’ τον καφενέ δεν ξεκόλλαγε μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, αλλά τόση που ήταν η ανάγκη μου, χάρηκα κιόλας, λέω, μπας και ξανανοικοκυρευτεί σαν πρώτα.

Τρεις μήνες πήγε έτσι κι εγώ έβλεπα που το μεγάλο το κορίτσι μου μαραίνονταν, σαν φαρμακωμένο ήταν ολημερίς, βογκούσε τα βράδια στο στρώμα κι άλλες φορές τινάζονταν σκιαγμένο, τι έχεις, καρδούλα μου, τίποτα μάνα, κακό όνειρο, είναι που αλλάζει το κορμί και όσο να ’ναι θα έρθουν και τα ρούχα του, έλεγα η καψερή, δεν πήγε ο νους μου στο κακό, έπιασα και δυο τρία φράγκα, πλήρωσα κι ένα από τα νοίκια που χρωστάγαμε κι αναθάρρησα. Τώρα που τα αναλογιέμαι, λέω, έπρεπε να τα σκαλίσεις περσότερο, παιδί είναι κι εσύ η μάνα του, άμα το ζόριζες, θα ’σπαγε, αλλά στ’ ορκίζομαι στην ψυχή των γονιών μου, δεν πήγε ο νους μου.

Έσπασε, όμως, ο διάολος το ποδάρι του κι η αλήθεια φανερώθηκε μοναχή της. Ή έβαλε το χέρι του ο άγιος, παραμονή του Άι Γιώργη, βλέπεις. Κίνησα να πάω στο μάθημα, βρήκα μπροστά μου την απεργία, κατέβαιναν οι φορτηγατζήδες, οι λαχανοπώλες, οι χασάπηδες, όλη η αγορά μπλοκαρισμένη, αστικό δεν περνούσε. Είδα, απόειδα, γυρνάω σπίτι, είπα, να προλάβω να τηλεφωνήσω τη γυναίκα που δε θα πάω στο μάθημα, μη με περιμένουν και τα γιαβρούδια –τα είχα αγαπήσει, βλέπεις, τα αγόρια, χρυσά παιδιά, διαβαστερά και προκομμένα.

Μπαίνω σπίτι κι αντί για φασαρία και κόσμο, βρίσκω μια βουβαμάρα, λέω, πού να πήγαν όλοι απογεματιάτικα. Πρώτο απ’ το έμπα στο χολ το δωμάτιο των κοριτσιών, κάνω ν’ ανοίξω, το κλειδί στην πόρτα, μα αυτή κλειδωμένη. Ανοίγω απορημένη, βρίσκω τα δυο μικρά να παίζουν κατάχαμα, πού είναι η Γιωργίτσα; ρωτώ, με τον μπαμπά, λένε κι εκεί μια ανησυχία δάγκασε την καρδιά μου μια στιγμή, αλλά ο νους μου δεν το συνάντησε το δάγκαμα, ο νους αθώος και τυφλός, ακόμη κοιμισμένος δεν έβαλε στο νου του συφορά. Άφησα τα δυο μικρά να παίζουν και κίνησα για την κρεβατοκάμαρα, φτάνω απ’ όξω, η πόρτα κλειδωμένη κι αυτή και το κλειδί από μέσα. Με φώτισε ο Θεός –ο διάολος; ο Άι Γιώργης; όποιον αγαπάς βάνεις στο νου σου- και δεν έκαμα φασαρία, σημείο δεν έδωσα πως είμαι σπίτι, μόνο βγήκα όξω κι έκαμα τη γύρα του σπιτιού να βρεθώ μπροστά στο παράθυρο της κάμαρας, βρίσκω κλειστό το παράθυρο, μα ο μεντεσές χαλασμένος από χρόνια, πώς με φώτιξε και δεν έβαλα φωνή, στα μουγκά κι αθόρυβα δίνω απαλή σπρωξιά κι ανοίγει σαν γαρούφαλλο η κάσα και τι να δω.

Αχ, Παναγιά μου και Χριστέ κι Άι Γιώργη κι όλοι οι άγιοι μαζί, μη σώσει μάνα να δει το παιδί της να το μολεύει ο κύρης του με τέτοιον τρόπο, με κανέναν τρόπο, μη δει άνθρωπος τέρας να ρουφάει τις δροσιές του ίδιου του κοριτσιού του, κορίτσι, αγόρι, το ίδιο είναι θαρρώ τώρα που το βάνω στο νου, μη δει το διάολο να κρατσανίζει τα δόντια του, ν’ ακονίζει τα σαγόνια του πάνω στις τρυφεράδες του παιδιού του. Όι μάνα μου, πώς δεν ούρλιαξα, πώς δεν αλιποθύμηξα, πώς δεν πέθανα κείνη την ώρα πάνω στο θέαμα το αφύσικο, το απ’ αλλού φερμένο, λες κι απ’ την ίδια την κόλαση ξεριζωμένο και φυτεμένο απάνου στο κρεβάτι του γάμου, πάνω στο ίδιο το κρεβάτι που το έπιασα το σπλάχνο μου, που το έπιασα το σπλάχνο του, εκεί απάνου να ιδροκοπάει το τέρας της κόλασης πάνω στο τρυφερούδι του των δεκατριώχρονώ κι αυτό με μάτια σφαλιστά και χείλη άσπρα χιόνι απ’ το σφίξιμο να παλεύει να χωρέσει το αχώρεστο.

Άμα δεν το ζήσεις, δεν ξέρεις τι παλούκωμα της ψυχής είναι να βλέπουν τα μάτια σου το κορμάκι που λαχτάρησες να μεγαλώσεις, που σπιθαμή προς σπιθαμή το ξέρεις απ’ όξω κι ανακατωτά, γιατί πόντο πόντο το χαϊδολόγησες απ’ τα γεννητούρια του και το φρόντισες στις αρρώστιες, να το βλέπουν γυμνό τα μάτια σου να σπαρταράει και να λιώνει κάτω απ’ το βάρος του αγριμιού, του θεριού της ζούγκλας κι όχι όποιου όποιου, μα ίσα ίσα αυτού που του έμαθες να λέει πατέρα, στο λέω, να το ξεύρεις κι ο Θεός μη δώσει να το ζήσεις, το θωρούν τα μάτια κι ο νους πάλι δεν το χωράει για αληθινό.

Πάνω στη φούντωση και στην κάψα ο σατανάς δε μ’ άκουσε, δε μ’ είδε, μόν’ το γιαβρί μου μια στιγμή άνοιξε τα ματάκια του και μ’ είδε στο κάδρο του παράθυρου να χάσκω σαν εκείνη τη γυναίκα του Λοτ που μας είπαν στα θρησκευτικά, μια στιγμή που μ’ έκαψε τα σωθικά κι έκανε την καρδιά μου κρανίου τόπο άνοιξε τα ματάκια του κι είδα απορεμένα να ρωτάνγιατί, μάνα, είδα να ουρλιάζουν σώσε με, μάνα,κι αυτό το ουρλιαχτό είναι νύχτες που ακόμα ξεσκίζει τα τζιγέρια μου και όσο ζω θα με ξεσκίζει ολάκερη που δεν είχα μάτια και μυαλό να δω από τα πρώτα τι γινόταν, δεν είχα καρδιά να το νιώσω, μάνα είμαι εγώ που δεν το ’νιωσα; Οι μάνες τέτοια πράματα δε χρειάζεται να τα δουν, τα νιώθουν και μέχρι να αφήσω την τελευταία πνοή μου θα με καταριέμαι που δεν το ένιωσα η άχρηστη μάνα πριν ακόμη γένει το τρανό κακό.

Δεν είπα τίποτα, που λες. Θες το αστροπελέκι που με βάρεσε, θες το βλέμμα του κοριτσιού μου; Μάγκωσε η φωνή μέσα μου, θρύψαλα η κραυγή μου, χιλιάδες κοφτερές αστραπές σκόρπισαν ολούθε και σφηνώθηκαν στον λαιμό σε βόγκο βουβό, τέτοιον πόνο δεν ξέρω, αμαρτία παίρνω, αλλά τέτοιον πόνο, λέω τώρα ούτε άμα αντίκριζα το παιδί μου πεθαμένο θα ένιωθα.

Δεν είπα τίποτα. Μόνο πισωπάτησα, μπήκα τρεκλίζοντας στο σπίτι ξανά βροντώντας την πόρτα και κάνοντας σαματά να δώσω σήμα πως μόλις γύρισα τάχαμου και κάνοντας τη χαζή και την ανήξερη και πώς με βάστηξε η καρδιά, καμώθηκα και τη χαρούμενη που χάθηκε το μάθημα και γύρισα σπίτι νωρίς, μπήκα πρώτα στο δωμάτιο των μικρών που δεν κατάλαβαν, τ’ αγκάλιαζα και τα φιλούσα και δάγκωνα το κατωχείλι μην τύχει και βγει δάκρυ, αγρίευα το κλάμα, το απόπαιρνα να σκιαχτεί για να γυρίσει πίσω στο σφαλιστό λαγούμι του και πάλευα να δω, κι έτρεμα μη δω και σημάδια του σατανά πάνω στα μικρά. Του ’δωκα χρόνο, σε ένα δυο λεπτά φάνηκε δήθεν τάχα φρεσκοξυπνημένος, τι έπαθες, μωρή, και γύρισες; αδιάφορος και ανέμελος κι έγινε μπουχός μέχρι να πεις κύμινο για τον καφενέ.

Έτρεξα τότες εγώ στο κορίτσι μου, είχε ντυθεί στο μεταξύ, σαν νιογέννητο πουλί που έπεσε απ τη φωλιά μαζεμένο στη γωνιά του τοίχου με έναν τρόμο με κοίταξε σαν με είδε, μα άσε τον τρόμο, αυτός λες έχει και λογική, εκεί που τρέλα μ’ έπιασε είναι που είδα ενοχές στα μάτια του παιδιού μου, δεκατριώχρονώ κι ο κάφρος, ο καργιόλης, ο γιός του σατανά, τι λέω, ο σατανάς ο ίδιος, ιτς, στάλα ενοχή δεν είχε, κι αυτό δεκατριώχρονώγιαβρούδι φορτώθηκε απάνω του όλη την αμαρτία. Άνοιξα τα χέρια φτερούγες κι έσφιξα μέσα το σακατεμένο πουλί μου, απαλά απαλά, μην το πληγώσω κι άλλο, σπαρταρούσε μέσα μου κι ήθελα να δώσω μια να το ξανασπρώξω μέσα στην κοιλιά κι εκεί να το φυλάξω για πάντα να μην το ξαναγγίξει τίποτα και κανείς, να ξαναγίνει απ’ την αρχή άσπιλο και αθώο, το περιστέρι μου το αιματωμένο, να λευκάνει η καρδούλα του και το μυαλό του, το κορμί του, η ψυχή του να ξεγράψουν τη συφορά και το κακό που του έλαχε ο κύρης του να του δώκει.

Κάποια στιγμή πήρε να κλαίει, σώπα, πριγκιπέσα μου, σώπα, πουλί μου, μην κλαις, γιαβρί μου, κλάψε ψυχή μου, ματάκια μου, σώπα, μην κλαις, κλάψε, καρδούλα μου, να γειάνει η ψυχή σου και για το κορμί, μη σε μέλει, το κορμί βρίσκει τρόπο και γιατρεύεται μοναχό του, σςςςς, σώπα, πουλί μου, κλάψε, κι απ’ το πολύ το μιλητό μου και το κλάμα του αποκοιμήθηκε και πήρα τότες κι εγώ να κλαίω σιγανά έλα, ύπνε πάρε τοοο και βάλ’ το στους μπαξέδεεες και γιόμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδεεεες, κολοβό αναφιλητό και μου ήρθε το νανούρισμα της μάνας το θρακιώτικο και σαν ν’ άκουγα τη φωνή της μάνας, πού είσαι, μάνα μου, τώρα που σε χρειάζομαι, τώρα που είμαι κι εγώ μάνα και σαν μάνα δε φέρθηκα, που είσαι, μάνα μου, να με συντρέξεις να γειάνω το παιδί μου.

Σήκωσα στα χέρια τη Γιωργίτσα μου, την απίθωσα στο κρεβάτι της, ούτε θυμάμαι τον εαυτό μου να ταΐζειτ’ άλλα δυο, που, σαν να ένιωσαν κι αυτά το μολύβι που ντύθηκε η καρδιά μου, ήταν σιγαλά και υπάκουα μέχρι που κοιμήθηκαν, τα κλείδωσα και τα τρία στην κάμαρα μην τύχει και βάλει στο νου του ο καταραμένος και τίποτες άλλο, έχωσα το κλειδί στον κόρφο μου και καμώθηκα την κοιμισμένη μέχρι ν’ ακούσω το κλειδί του σατανά στην πόρτα κι άμα μπόραγες ν’ ακούσεις το μυαλό μου εκείνες τις ώρες θ’ άκουγες μηχανή ν’ αγκομαχάει, όχι, όχιμηχανή, ένα εργοστάσιο μηχανές ν’ αγκομαχάνε όλες αντάμα, άλλη να σφυρίζει, άλλη να τρίζει, άλλη να βαράει ταμπούρλα, άλλη να… αλλά τι σε λέω. Το μυαλό μηχανές, η καρδιά λιωμένη κάτω από ρόδες νταλίκας, χυμένη όλη κατάχαμα και το κορμί λες και πλάγιαζε σε ένα χαλί από πλεγμένα φίδια γλιστερά και παγερά που σέρνουνταν ακάματα να αναζητούν σάρκα να μπήξουν τα δόντια τους να απιθώσουν κι άλλο δηλητήριο.

Σαν τον άκουσα να έρχεται, μήτε ανάσα πήρα μέχρι να πλαγιάσει το μουσχάρι, ως το δέκα δεν πρόλαβα να μετρήσω κι αποκοιμήθηκε ζέχνοντας καπνισμένα πιοτά. Ένα δυο λεπτά απόμεινα ακόμη ακούνητη να σιγουρέψω το βαθυΰπνι του. Σαν άκουσα το πριόνι του ροχαλητού του, πήρα από κάτω απ’ το κρεβάτι τη βαριοπούλα που είχα φέρει από το αποθηκάκι της αυλής από πριν σαν αποκοιμήθηκαν τα κορίτσια, έφερα ένα γύρο το κρεβάτι να σταθώ ίσια από πάνω του και του έλιωσα το κεφάλι.

Κιχ δεν έβγαλε το γουμάρι και να σε πω την αλήθεια, τώρα που τα ξαναφέρνω στο νου, έπρεπε να το είχα κάνει αλλιώς, έπρεπε να είχε βασανιστεί πριν φύγει η ψυχή από μέσα του, να μάθει αυτός τι είναι να μαγαρίζεις το κορίτσι σου. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές ανεβοκατέβηκαν τα χέρια μου και ήταν σαν να σήκωνα και να κατέβαζα μπαμπάκι. Κάμποσες, όμως, γιατί το κεφάλι του, σαν απόσωσα, κεφάλι δεν ήταν, μόνο ένας μαύρος λεκές σάρκινος ανάκατος με τρίχες και λιωμένα κόκαλα πάνω στο λευκό μαξιλάρι. Αν με ρωτήξεις, το κόκκινο δεν το κάνω εικόνα, θες ο θολωμένος νους μου, θες το σκοτάδι της νύχτας, πάντως κόκκινο η καρδιά μου δε θυμάται και τώρα που το ξανασκέφτομαι ούτε θολωμένος ήταν ο νους, ξαστερωμένος ήταν, λαμπίκος. Μετά πήρα και του τσάκισα τα χέρια, ποιο το νόημα, θα με πεις, αυτά τα χέρια που βάστηξαν να σκαλίσουν το κορμάκι του παιδιού του δεν άντεχα να ξέρω πως θα απομείνουν ανέγγιχτα, κι άμα είχα κουράγιο και χρόνο ένα ένα με τα δόντια θα τα ξέσκιζα τα κλαδιά τα σάπια του Βελζεβούλ.

Έπειτα έκοψα το μαραμένο πράμα του με την τανάλια, θα με πεις, τι νόημα είχε, πρώτο έπρεπε να το κόψω όσο ήταν ακόμη ζωντανός, να νιώσει το λεπίδι να σφαδάξει, αλλά είχα στο νου που άμα ξύπναγε, θα ’μπηγε τις φωνές και δε θα απόσωνα να τον αποτελειώσω όπως το ’χα σχεδιάσει κι άφησα το πράμα του τελευταίο. Ίδιο ψόφιο σπουργίτι στο χέρι μου, πήγα στο παράθυρο, σφύριξα στον Αράπη, μεγάλη αδυναμία τον είχε τον Αράπη ο ασυγχώρετος κι έλεγα τα κορίτσια του δεν τα χαϊδολόγησε ποτέ όπως χαϊδολογάει τον σκύλο, πού να ’ξερα η αφορισμένη, πού να ’ξερα, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, πού να ’ξερα, έλα πασάκα μου που σου ’χω μεζέ, μια χαψιά έκανε το ζώο το διαολόπραμα του αφεντικού του και με κοίταξε έπειτα μ’ εκείνα τα μάτια του τα μπλαβιάαπορεμένο, λες και τον μύρισε τον σατανά την ώρα που τον κατάπινε και απόμεινε δίγνωμο αν έπραξε σωστά.

Έπειτα πήγα νίφτηκα και πλάγιασα ξαλαφρωμένη πλάι στα σπουργίτια μου. Σαν έφεξε, τα πήγα και τα τρία στο σχολειό, πού είναι ο πατέρας, ρώτησε το μικρό, άργησε χθες και κοιμάται ακόμη, μόνο η Γεωργία μου με κοίταξε με λαβωμένα μάτια που ήξεραν και αναγάλλιασε το μέσα μου πως ό,τι έκαμα ήταν τέτοιο που έπρεπε. Είπα στη δασκάλα που θα έρθει να τα πάρει η γειτόνισσα, άγιος άνθρωπος η Στέλλα η γειτόνισσα, όποτε χρειάστηκα τόσα χρόνια με έστερξε, κι έπειτα ήρθα εδώ.

Και δεν ξέρω αν είναι έτσι όπως λες, κυρ-αστυνόμε, ότι έγινα αυτή η πώς την λες, ναι, γεια σου, αυτή η Ρέα που έσωσε τα παιδιά της από τον ανθρωποφάγο κύρη τους, εγώ ξέρω, το χώνεψα καλά και στην καρδιά μου είναι βολεμένο ήσυχα, πως τρία λουλούδια μ’ αξίωσε ο Θεός να φέρω στον κόσμο εμένα την ανάξια κι αν θέλω ν’ ανθίσουν και να μοσχοβολίσουν στον κόσμο, κάλλιο άλλη οικογένεια να τα αγαπήσει και να τα μεγαλώσει, παρά ένας πατέρας κανίβαλος και μια μάνα φόνισσα.

Γιατί τα χέρια μου τα έπλυνα από το αίμα, ναι, και η καρδιά μου είναι λαγαρισμένη από το φονικό, αλλά, όπως και να γίνει και όπως και να το δεις, η αμαρτία είναι αμαρτία και άμα πάρεις ζωή, για ζώου, για ανθρώπου, η ψυχή πάντα αμαρτωλή θα σέρνεται στη μαγάρα. Η ψυχή, ακόμη κι αν είναι για το παιδί σου, η ψυχή δεν ξεπλένεται, κυρ-αστυνόμε, μέχρι να σβήσεις.

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

(Παραλογή) «Των τριών αδερφών»

"Των τριών αδερφών"

της Φανής Κεχαγιά



Τρεις νέοι αργοξημέρωναν κάτω στα ρούσα αλώνια.
Ο πρώτος ο καλύτερος με το φαρδύ το στέρνο
το αλέτρι του ακόνιζε, το αλέτρι κανακεύει.
Ο νους του είναι στη σοδειά, μην τύχει και χαλάσει.
Ο δεύτερος ο όμορφος, ο καλοκαμωμένος,
αδράχτι πλέκει ανέμελα και σιγοτραγουδάει.
Ο τρίτος ο μικρότερος, ο ερωτοχτυπημένος,
βαριές ανάσες ξεφυσά, φυσά και σιγοκλαίει.

«Αμάν, βρε μαύρε δύστυχε, τι ξεφυσάς και κλαίγεις;»
«Την όμορφή μου καρτερώ και απαντοχή δεν έχω».
Μα αυτή σαν να λησμόνησε τον ερωτοπαρμένο.
«Στην κάμαρη θα πλένεται, να αστράψει για να σου ’ρθει,
μην τύχει κι έρθει άνιφτη και αχτένιστη μπροστά σου
κι εσύ σκιαχτείς και πάρεις της πίσω το δαχτυλίδι,
το δαχτυλίδι το χρυσό το μυριοπλουμισμένο,
που λάμπει σαν αδάμαντας και αστράφτει σαν φεγγάρι,
το δαχτυλίδι το ακριβό, φερμένο από τα ξένα,
από τεχνίτες χρυσικούς παλιούς και επιδέξιους».

Στα πόδια στέκει ο μικρός, το δρόμο αγναντεύει,
η ώρα τρέχει και περνά και η κόρη αποφτάνει.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους κραίνει,
«Γεια και χαρά σας, όμορφοι, λεβέντες άξιας μάνας.
Τη βλέπει ο μικρότερος, τρέμει, λιγοθυμιέται,
μα αυτής το αμυγδαλωτό στον δεύτερο γυαλίζει,
τον δεύτερο τον όμορφο, τον λεβεντοστημένο,
με το καλόφτιαχτο κορμί και τα γλαυκά τα μάτια,
τα ματοτσίνορα στριφτά, σαν νύφης νιας δαντέλες.
«Σας έφερα απ’ τη μάνα σας νερό, κρασί να πιείτε,
ψωμί απ’ το φούρνο ζυμωτό και μοσχοβολισμένο,
κρύο κρασί, ζεστό ψωμί και φρεσκοφουρνισμένο,
να φάτε να στυλώσετε, να φτιάξει η ψυχή σας»
«Γεια και χαρά σου, όμορφη, κόρη λευκοπαρθένα,
γιατί δεν ήρθες γλήγορα, γιατί άργησες να έρθεις;»
«Μα, το ψωμί περίμενα κι αυτό αργούσε να ’βγει.
Τι με μαλώνεις, Κωσταντή, δε φτάνει σου που ήρθα;»
«Ήρθες, μα άργησες πολύ, μη χάθηκες στο δρόμο,
ο νους μου έβανε κακό και η καρδιά μου αντάρες».
«Το νου σου όλο στο κακό βάνεις, βρε Κωσταντή μου»
Το «μου» της τον ελίγωσε και το ευχαριστήθη,
της χαμογέλασε πλατιά με δόντια που αστράφτουν.
Μα αυτή, σαν είδε πως ταχιά ο Κωσταντής εχάρη,
στον δεύτερο αποστράφηκε μια χάρη να ζητήσει.
«Κουράστηκαν τα πόδια μου, δρόμος πολύς για να ’ρθω,
μήπως και θέλεις να με πας με το άλογό σου πίσω;»
Μα ο Γιωργής δεν φτούραγε, το ένιωθε το βλέμμα
της κόρης πάνω του καυτό και ήθελε να ξεφύγει,
μην τύχει και γενεί κακό και βγει αυτός ο φταίχτης.
«Ο μαύρος μου απόκαμε, τον έχω να βοσκάει,
πολλή δουλειά μου έβγαλε, δεν κάνει για άλλον δρόμο».
«Σε πάω εγώ στις πλάτες μου, σε παίρνω αγκαλιά μου»,
λέει ο δύστυχος μικρός, ο ερωτοχτυπημένος.
«Το ’χασες, Κωσταντάκη μου, και τι θα πει ο κόσμος,
σαν έβγει όξω και μας δει σφιχτοαγκαλιασμένους;
Το δαχτυλίδι το χρυσό δεν είναι δα στεφάνι»
«Σύρε, αδερφέ, την όμορφη να τη γυρίσεις πίσω,
κάμε μου το χατίρι εσύ κι εγώ θα στο χρωστάω».

Είδε κι απόειδε ο δεύτερος, τον μαύρο του σελώνει,
την κόρη βάνει επάνω του κι αυτός καβαλικεύει.
Και οι δυο τους παίρνουνε ομού του γυρισμού τον δρόμο.
«Για ιδες τι όμορφα λαλούν τα αηδόνια στα κλαράκια,
για ιδές λουλούδια που ανθούν στα πράσινα λιβάδια».
Αυτή κουβέντα πιάνει του, μα ο δεύτερος σωπαίνει.
«Ακούς τι όμορφα ηχεί ο αέρας που θροΐζει;»
Ο μαύρος βλέπει και θωρεί τι πάει για να γένει.
«Αφέντη μου αγνόησε την, τις φούχτες βάλ’ στα αυτιά σου,
τι η κόρη είναι πονηρή, βάνει σας και σφαχτείτε».
Δρόμος μακρύς, ήλιος καυτός, μεσημεριού η ώρα
και η κόρη έβαλε στον νου άλλον λόγο να δώσει.
«Διψάω και λιγοθυμώ, θέλω να ξαποστάσω,
να, εδώ πλάι στο ξέφωτο, έχει πυκνό δασάκι,
ρυάκια τρέχουν και κυλούν, να αναπαυτεί κι ο μαύρος».
«Μην την ακούς, αφέντη μου, εγώ είμαι σιδερένιος,
αντέχω κι άλλο πορπατώ ταχιά ταχιά να φτάσω,
την κόρη να αφήσουμε στη μάνα της που γνέθει».
Μα ο δεύτερος πλανεύτηκε, την κόρη υπακούει,
κάτω απ’ τον ίσκιο σταματά, την κόρη κατεβάζει
κι αυτή όπως κατέβαινε, του σκάει φιλί στ’ αχείλι.
Ο όμορφος πλανεύτηκε και απ’ το φιλί απατήθη,
λιγώθηκε, ζητιάνεψε κι άλλο φιλί να πάρει.
Η όμορφη αποκρίθηκε, βρέθηκαν ξαπλωμένοι,
κάτω από δέντρο αψηλό, πάνω στην πρασινάδα.

Εκεί που λίγο ήθελε η συμφορά να γένει,
ο πρώτος ο ολιγόλογος φτάνει με το άλογό του.
Την κόρη αρπάζει απ’ το μαλλί, τη σέρνει στο ποτάμι
και σφάζει την χωρίς λαλιά με κοφτερό μαχαίρι.
Ο δεύτερος αποταχιά στα πόδια του εστυλώθη,
τρέχει και πάει πλάι του, μα το κακό εγίνη.
«Τι πας και κάνεις, αδερφέ, την κόρη του αδερφού μας;»
«Αν είν’ να κλαίω αδερφό, καλλιά να είναι η κόρη.
Αυτή το έβανε στον νου να μας αποτελειώσει.
Εσέ παρά τον Κωσταντή ήθελε για δικό της,
μα, άμα το μάθει ο Κωσταντής, θα πέσει να σε σφάξει
και εγώ τους θέλω πλάι μου όλους τους αδερφούς μου».
«Τι θα του πούμε τώρα δα που η κόρη είναι σφαγμένη;»
«Εσύ θα πεις την άφησες στην άκρια του χωριού μας,
άμα την βρουν το απόγιομα, θα πουν ληστές την ηύραν,
τη μόλεψαν, τη χάλασαν και την απαρατήσαν».

Την ηύραν το απόβραδο και βούιξαν οι ρούγες,
το έμαθε και ο Κωσταντής και πέφτει του θανάτου,
μα έχει από δίπλα του αδέρφια αγαπημένα,
τον πρώτο τον καλύτερο με το φαρδύ το στέρνο,
που λίγο μιλά, μα σκέφτεται κάλλιο και για τους τρεις τους,
τον δεύτερο τον όμορφο τον καλοκαμωμένο,
που λίγο λίγο έλειψε τη συμφορά να σπείρει.
Σαν την εθάψαν και μετά φεύγει, κινάει στα ξένα,
μην τύχει κι εύρει ο Κωσταντής άλλην αγαπημένη
κι ο διάολος θελήσει το να μπει αναμεσό τους.

Έτσι έγινε και σώθηκε η αγάπη των τριών τους.
Χωρίστηκαν, μα δε φτουρά διχόνοια αναμεσό τους,
Αγαπημένοι απόμειναν, το μυστικό ετάφη,
το ξέχασε ο δεύτερος, ο τρίτος το εκατάπιε.
Και η μάνα τους καμάρωνε τους τρεις της τους λεβέντες,
κοιμούνταν και γαλήνευε σ’ αυτήν τη σκέψη απάνω,
«Ανάμεσό τους δε φτουρεί τίποτες να εύρει να μπει,
λεβέντες τους μεγάλωσα, μα πάνω απ’ όλα αδέρφια,
με αγάπη αδιαμόλευτη, τρεις κρίκοι αλυσίδας.
Απ’ όλες του κόσμου πιότερο τις νιες αγορομάνες,
εγώ είμαι απαρασάλευτα η πλιο ευτυχισμένη»  

«Παράπονο»

«Παράπονο»


 από τη Φανή Κεχαγιά

Θυμάσαι στην αρχή, τότε που έλεγες
πως για πάντα μαζί μου θα γελάς;
Ο έρωτάς σου στέρεψε, τον ρούφηξαν οι αρμοί
των χαραμάδων της ρηχής καρδιάς σου
και πάει.
Τα πελώρια φτερά σου άνοιξες
τα άπλωσες περίτρανα, αλαζονικά
και πέταξες για εκεί που ονειρεύτηκες.
Δε λέω, το χάρηκα το πέταγμά σου.
Το ζήλεψα, δε λέω,
τέτοια φτερά ελεύθερα, τέτοιους ανεμογδάρτες
πώς να μη θαυμάσει ο κοινός θνητός;
Πώς τέτοιο ανέβασμα τσίμπημα να μη φέρει
σε μια καρδιά γεννημένη γήινη;

Όμως εγώ; Εγώ που απέμεινα εδώ;
Χωρίς ίχνος φτερών να θροΐζει στις πλάτες,
χωρίς καν τη φαγούρα μιας υποψίας.
Φτερών, εννοώ. Χωρίς προοπτική
έστω και κάποιου χαμηλού πετάγματος.

Δίχως προοπτική πτήσης
πώς να σε φτάσω; Πώς να προφτάσω το αέρινο;
Ανήμπορος, απελπισμένος
στέκω να θωρώ
να φθονώ απαρηγόρητα μεθυσμένος
τον υπέροχο τρόπο με τον οποίο
περήφανα απομακρύνεσαι. 

Εσύ, λοιπόν, εκεί ψηλά που ονειρεύτηκες


κι εγώ εδώ στο λίγο που χρεώθηκα.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

«Επτά χειμώνες»



Επτά χειμώνες πέρασαν, μα πώς να σε ξεχάσω,
οι φίλες μου φωνάζουνε «άστο να πάει στο διάολο»,
μα, εμένα η καρδιά μου έχει αγύριστο κεφάλι,
μα, εμένα το κεφάλι μου πάντα είναι κολλημένο
σ’ εκείνα τα Χριστούγεννα που με είχες αγκαλιά σου.

Επτά χειμώνες πέρασαν, που πέρασε η ευτυχία.
Αφού ήτανε να με άφηνες, ας με προειδοποιούσες,
γλυκόπικρα χαμόγελα ας άστραφτες στη νύχτα.
Εγώ θα καταλάβαινα και θα προστατευόμουν
δε θα έμενα ξεκρέμαστη σαν έρημο ακρογιάλι.

Μια σπίθα στείλε αστραπής μες στο χαμόγελό σου,
να κάθομαι αδιάντροπα τσιγάρα να ποτίζω
τα έρμα τα πνευμόνια μου που τίποτε δε φταίνε.
Εκείνο το απόγευμα που σε κατάπιε ο δρόμος
να εξαφανιζόμουνα, φυγές άλλες μη ζήσω.

Αρχίζω να προσεύχομαι σε ανύπαρκτες ελπίδες,
φιλί μονάχα να γευτώ, στόμα αγαλματένιο,
κορμί που ονειρεύεται ανείπωτες λαχτάρες,
για να τις κάνει φυλαχτό μέσα στην κάμαρά του.

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Μαμά (από τη Φανή Κεχαγιά)

Αρραβωνιασμένοι ακόμη, ένα φεγγάρι μέναμε στο πατρικό του άντρα μου. Η πεθερά μου για κάποιο διάστημα γηροκομούσε τον πατέρα της. Στα τελευταία του τότε ο παππούς Διογένης, κατάκοιτος, αλλά αθόρυβος. Στωικός στην αρρώστια του. Δωρικός. 
Μια καλοκαιρινή βραδιά εμείς γυρίσαμε από βραδινή έξοδο, παρκάραμε το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι χασκογελώντας ανέμελα, όπως ταιριάζει στην ηλικία των είκοσι-κάτι και στις καλοκαιρινές βραδιές. Κάπου κοντά στις τρεις τα ξημερώματα πρέπει να ήταν. Παράθυρα διάπλατα ανοιχτά σ´ όλα τα σπίτια. Στο πεζοδρόμιο ακόμη, λίγο πριν την είσοδο ένα απελπισμένο βογγητό μας κοκκάλωσε… «Μαμά μου… μανούλα μου». Ο παππούς Διογένης από τον τρίτο όροφο στον ύστατο πόνο ζητούσε την πεθαμένη ποιος ξέρει από πόσα χρόνια «μανούλα» του. 
Θυμάμαι ότι έκλαψα στο πεζοδρόμιο αρκετή ώρα… Δε νομίζω πως κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ… Σε λίγο καιρό ο παππούς Διογένης λυτρώθηκε.
Αργότερα έκανα το πρώτο μου παιδί. Σεπτέμβριο μήνα μαμά για πρώτη φορά. Δεκέμβριο άρχισαν οι διαφημίσεις της unicef, αυτές με τα σκελετωμένα παιδάκια. Με άγγιζαν πάντοτε, ναι, με έθλιβαν και άλλοτε. Αλλά τώρα, ένα πράμα περίεργο, με κομμάτιαζαν. Αδύνατο να δω ολόκληρη διαφήμιση της unicef, της action aid χωρίς να πλαντάξω σε λυγμούς. Έπαιρνα το δικό μου παιδί αγκαλιά και το πότιζα δάκρυα για τα άλλα που πεινάνε και αργοπεθαίνουν. 
Τότε διαπίστωσα πως θα μπορούσα να μεγαλώσω οποιοδήποτε παιδί. Μαύρο, κόκκινο, πράσινο, φτάνει να μου έλεγε κάποιος πως ένα παιδί χρειαζόταν φροντίδα, εγώ ευχαρίστως θα γινόμουν η μαμά του, θα το μεγάλωνα για δικό μου πλάι στο φυσικό μου παιδί. 
Εκεί κατάλαβα πως μάνα δε γεννιέσαι. Γίνεσαι. Και πως οι μανάδες που μεγαλώνουν παιδιά που δε γέννησαν είναι δυο φορές μαμάδες.
Κοντεύει εικοσαετία που είμαι μαμά. Όλα αυτά τα χρόνια έχω χάσει τον ύπνο μου αμέτρητες φορές. Όπως επίσης την υπομονή μου, τις προτεραιότητές μου, την ησυχία μου… Αλλά όσα κι αν είναι τα χαμένα, σαν μπουν στη ζυγαριά με τα κερδισμένα, πιάνουν πάτο. 
Όλα αυτά τα χρόνια θυμάμαι τον παππού Διογένη. Η απεγνωσμένη ικεσία του με στοιχειώνει, το ομολογώ. Γιατί τρέμω…
Τρέμω τη στιγμή που θα χρειαστεί να φωνάξω «μαμά μου… μανούλα μου» και η μαμά μου δε θα είναι πια εδώ. Μα πιο πολύ τρέμω μην έρθει η ώρα που θα χρειαστεί τα παιδιά μου να ικετεύσουν «μαμά μου… μανούλα μου» και δεν είμαι εγώ πια εδώ. 
Ασχέτως που το επάγγελμα «μάνα» είναι full time job και δεν αρκεί μια μέρα του χρόνου για να αποδοθεί επαρκώς φόρος τιμής, Χρόνια Πολλά σε όλες τις μανάδες του κόσμου, πράσινες, κόκκινες, κίτρινες. Σε όσες μοχθούν να γίνουν υψώνοντας ανάστημα σε κοινωνικές συμβάσεις. (Λιτσάκι, για μένα είσαι ήδη φτασμένη μαμά, να το ξέρεις)
Προπάντων σε όσες κουβαλάνε αγόγγυστα τον προσωπικό σταυρό τους… 

http://allanea.gr/05/2016/mama-apo-ti-fani-kexagia/

Τα ρούχα στο πλυντήριο


Από τη Φανή Κεχαγιά



Κατά βάση χρόνος για τηλεόραση στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει ούτε σταγόνα. 

Να βάλω πλυντήριο. Να πάω τη μικρή στο βόλεϊ. Ο μεγάλος αύριο γράφει διαγώνισμα. Να βγάλω τα ρούχα από το πλυντήριο. Βενζίνη δεν έβαλα στο αυτοκίνητο, θέλει και σέρβις, να πάω να το δουν κι από πού μπάζει υγρασία.   

Κατά βάση θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που δεν προλαβαίνω να ανοίξω τηλεόραση. Έτσι γλιτώνω την παράκρουση των δελτίων ειδήσεων. 

Έλα, όμως, που ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και τα άλλοθι τελείωσαν. Συνέπεσαν φέτος και οι διακοπές με ένα σωρό κοσμοϊστορικά, γαμώτο. 

Κάπου εκεί ανάμεσα στα φλέγοντα διλήμματα τι δώρο να πάρω στα βαφτιστήρια, πότε να στηθώ στην ουρά να πάρω το σήμα, ήρθε και η ασφάλεια του αυτοκινήτου, η δόση για τον ΕΝΦΙΑ, για την Πρωτοχρονιά μοσχάρι ή χοιρινό, πάρε την υστερία με το φλεγόμενο Nordic Atlantic. Κάπου μεταξύ μελομακάρονου, κανταϊφιού και χοιρινού με κρασί μέλι που ψήνεται στη γάστρα φάε στα μούτρα τα μποφόρ και γέψου και λίγο από την αγωνία της εγκύου που παλεύει να σκαρφαλώσει στο ελικόπτερο, μουσκέψου από τα νερά που πετάνε να σβήσουν τη φωτιά, θύμωσε όσο χωράει με την ολιγωρία του πληρώματος και των λιμενικών, μπουκώσου κι άλλο ένα μελομακάρονο, γιατί δεν αφήνει ωραία γεύση ο πανικός ανθρώπων που αγωνιούν για τη ζωή τους και να το γλυκάνεις λίγο, βρε αδερφέ, το στοματάκι, μη φύγει κι αυτή η μελένια αίσθηση Χριστουγέννων που τόσο καιρό τα περίμενες για να φύγει η πικρίλα και το μυαλό από τα άλλα, τα καθημερινά.

Μαζεύτηκαν πάλι τα σκούρα, μην ξεχάσω να βάλω πλυντήριο.
Δε χώνεψες καλά-καλά το Nordic Atlantic, βαρύ έκατσε στο στομάχι το πλοίο με δυο μελομακάρονα, στο καπάκι πάρε και άλλα δυο πλοία, ένα που εξόκειλε κάπου στη Μάγχη μες στη νύχτα κι ένα άλλο που έτσι του ήρθε να βουλιάξει αύτανδρο κάπου εκεί πάνω πάλι.

Η εγγύτητα μιας είδησης χρωματίζει και τη βαρύτητά της. 

Ρε δες τι γίνεται στον κόσμο, κρίμα στους ανθρώπους χριστουγεννιάτικα, αλλά… το πλυντήριο τελείωσε άραγε;

Δώσε κι άλλο. Αεροπλάνο έπεσε σε δάσος κάπου στην Αμερική και μια μοναδική επιζήσασα ηρωίδα εφτάχρονη, που είδε μαμά-μπαμπά-αδερφή να πεθαίνουν, περπάτησε αιμόφυρτη και έφτασε στον πολιτισμό να ζητήσει βοήθεια. Εδώ μια κάποια περισσότερη ανατριχίλα, γυρνάς και βλέπεις το δικό σου εφτάχρονο που βάφει ξαπλωμένο στο πάτωμα κόκκινη τη μύτη ενός χάρτινου Ρούντολφ και σφυρίζει τα κάλαντα –μόλις έμαθε να σφυρίζει και δοκιμάζεται σε ένα ιδιαίτερα ευρύ ρεπερτόριο.

Ευχαριστώ, Παναγία μου, εδώ ακόμη έχει Χριστούγεννα.  Μην ξεχάσω να βγάλω και τα ρούχα από το πλυντήριο και μου μουχλιάσουν.

Έπιασαν και τον Ξηρό και είναι και κακοβαμμένος κατάξανθος. Τραγελαφικό. Βρήκαν και το δολοφόνο του Κουμανταρέα. Παντελώς αδιάφορο. Έλα και στις 25 Ιανουαρίου εκλογές μην ξεχνιόμαστε ότι είμαστε και σε κρίση και πρέπει να το σώσουμε από κάπου το πράμα, γιατί δημοκρατία έχουμε, ρε φίλε, και ο λαός αποφασίζει, Τσίπρα ή Σαμαρά, Σαμαρά ή Τσίπρα, έλα κι ο Γιωργάκης ένα κόμμα, έλα μην ξεχνιόμαστε λέμε.

 Έχασες τη δουλειά σου; Τσίπρα, γιατί πολύ ωραία τα λέει, κι ας το ξέρεις που είναι και παραμύθια, μα για ένα παραμύθι ζούμε, την αλήθεια την ξέρουμε, στο πετσί μας μας τη ράψανε με το έτσι θέλω. Τα κουτσοβολεύεις κακήν κακώς; Σου κόψανε μισθούς, συντάξεις, δώρα, αλλά κουτσά-στραβά μια αξιοπρέπεια στις υποχρεώσεις σου τη διατήρησες; Σαμαρά δαγκωτό, γιατί ουαί κι αλίμονο μας αν βγούμε από το ευρώ, ποια δραχμή θα μας σώσει που έχουμε και δάνεια κι αν παγώσουν οι πληρωμές καήκαμε. 

Και όλα αυτά; Κινδυνολογίες του κώλου και σενάρια επιστημονικής φαντασίας; Ή ρεαλισμός; Προσέχω για να έχω ή με έκαναν να φοβάμαι και τη σκιά μου; Θα μας αφήσουν να βγούμε από το ευρώ ή με το φόβο ότι θα τους πάρουμε μαζί μας την κατρακύλα θα μας κρατήσουν με νύχια και με δόντια;

Τσίπρα ή Σαμαρά; Σαμαρά ή Τσίπρα; Ή Ποτάμι που έχω κι ένα σωρό φίλους που κατεβαίνουν μαζί του; Να πώς το δίλημμα γίνεται τρίλημμα. Και τετράλημμα μη σου πω.

Τα ρούχα μην ξεχάσω να απλώσω πριν βγω.

Ευτυχώς που εγώ δεν ψηφίζω, θριαμβολογεί το εφτάχρονο που αλλάζει τα δόντια του κι έχει ένα τζούφιο χαμόγελο μούρλια να το πιεις στο ποτήρι και σε πιάνει μια ζήλια για την ανεμελιά που είναι όλη δική σου.

Θα ανακοινώσουν, λέει, και το επτασφράγιστο μυστικό της Αμφίπολης κάπου γύρω στις 20. Εντελώς τυχαία προεκλογικά. Είναι δυνατόν να μας θεωρούν τόσο ηλίθιους;

 Και σάμπως δεν τους δώσαμε το δικαίωμα να γραπώνονται απ’ την ηλιθιότητά μας; Σ’ αυτή τη ζωή, ό,τι κι αν λες εσύ πως είσαι, τελικά καλώς ή κακώς σημασία έχει πως φαίνεσαι. Έξυπνος περνιέσαι και μπορεί και να είσαι, ποια είμαι εγώ να το αμφισβητήσω, αλλά πως φαίνεσαι, μάγκα μου, έτσι ωσάν αγελαίο ζώον που φέρεσαι; (Και μένα βάζω μέσα στην αγέλη των ηλιθίων, για να μην παρεξηγούμαστε).

Μα, πάν καλά; Θα με επηρεάσει στο τι θα ψηφίσω αν στον τάφο άραζε την αρίδα του ο Αλέξανδρος, ο Νέαρχος ή η Ολυμπιάδα; 

Σημαντική ανακάλυψη, αναμφίβολα, ο τάφος στον λόφο. Όπως και οι λιγότερο πανηγυρτζίδικες  που λαμβάνουν χώρα αλλού. Ως αρχαιολόγος που τελείωσα προ αμνημονεύτων χρόνων –τόσων που δεν έχω το δικαίωμα να το παίζω ούτε ειδήμων ούτε καν γνώστης-  ανατριχιάζω από ένα ωραίο μείγμα νοσταλγικού φθόνου (Μα-να-μην-είμαι-κι-εγώ-εκεί) και ορθολογιστικής επίγνωσης (του πόσο-καλοστημένο-πανηγύρι-είναι-αυτό). Τον έζησα το χώρο κάποτε, τον λάτρεψα, τον μπούχτισα, τον απαξίωσα. Όποιου κι αν είναι ο τάφος, δεν παύει να είναι το πιο κιτς αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα που έχει χτιστεί ποτέ και σε κάνει να αναρωτιέσαι διάφορα. ΚΑΙ σφίγγες ΚΑΙ καρυάτιδες ΚΑΙ ψηφιδωτό ΚΑΙ λιοντάρι από πάνω για καπέλο; Τέτοιος αχταρμάς από αρχαίους που πρέσβευαν το μέτρο; Τόσο κουλουβάχατα τα έκανε η πολυπολιτισμικότητα του Μέγα Στρατηλάτη τελικά;

Όπως και να ΄χει, μακάρι λέω να είναι το Μέγιστο των θαυμάτων κρυμμένο εκεί κάτω, γιατί ένα θαύμα πασπαλισμένο με μπόλικη χρυσόσκονη ποιος δεν το θέλει στη ζωή του πού και πού, αλλά την ψήφο μου δεν την καθοδηγεί ούτε η Περιστέρη ούτε το Υπουργείο Πολιτισμού και διατηρώ την αφέλεια να πιστεύω πως και κανενός άλλου νοήμονος όντος.

Απανωτά τα χαστούκια όμως, ησυχασμό δεν έχει κι αυτή η ρουφιάνα η οικουμένη. Πόσο σασπένς ν’ αντέξει μια μάνα σε διακοπές Χριστουγέννων;

Τώρα που είπα σασπένς, μην ξεχάσω να δω το Gone Girl πριν ανοίξουν τα σχολεία, πολύ καλό μου είπαν.

Νεαρή Κούρδη αυτοπυρπολήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Και το κερασάκι στη χριστουγεννιάτικη τούρτα, η επίθεση στην παρισινή Charlie Hebdo… Τζιχαντιστές λεηλάτησαν, δολοφόνησαν, υψώθηκαν θεολογικά-πολιτικά και κέρδισαν θριαμβευτικά μια θέση δίπλα στον πολυλατρεμένο τους Προφήτη. Εδώ τι να πεις, τι να σκεφτείς και τι να νιώσεις η έρμη η νοικοκυρά που έχεις να απλώσεις και ρούχα; Τι πρώτα; 

Ακόμη δεν κατάφερες να καταπιείς τη μια μπουκιά, σου χώνουν στο στόμα και δεύτερη, αμάσητα πάνε όλα κάτω, τι να πρωτοχωνέψει κι αυτό το ταλαίπωρο στομάχι που είναι και γεμάτο μελομακάρονα και κανταΐφια ένεκα των ημερών και δε χωράει πλέον ούτε στραγάλι;

Ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή. 

Και βρες μετά εσύ που σκέφτεσαι και νιώθεις και έχεις και «θέλω» να ουρλιάζουν μέσα στον ορυμαγδό των «πρέπει» και μέσα στον απόλυτο παραλογισμό του κόσμου τις ισορροπίες που απαιτούνται δια ροπάλου, αφενός για να ισορροπήσεις εσύ στο σκοινί που σου τέντωσαν χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω και από την άλλη για να μεγαλώσεις χαρούμενα και υγιή παιδιά, τόσο χαρούμενα και τόσο υγιή ψυχικά και συναισθηματικά, που άμα είναι τέτοια η μοίρα τους, να μπορούν να κάνουν και τον κόσμο καλύτερο.

Ωραίο αυτό το μαλακτικό τελικά, μοσχοβόλησε το σπίτι. Να το ξαναπάρω.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

«Νέα Φινλανδική Γραμματική» Μυθιστόρημα του Ντιέγκο Μαράνι, εκδ. Αιώρα (Μετάφραση Δήμητρα Δότση)




Μία κριτική προσέγγιση

από τη Φανή Κεχαγιά

Τα κριτήρια επιλογής βιβλίου είναι σαφώς υποκειμενικά. Κάποιοι διαλέγουν το επόμενο βιβλίο τους από το εξώφυλλο, κάποιοι αποκλειστικά από την περίληψη του οπισθόφυλλου. Υπάρχουν κι αυτοί που ακολουθούν τυφλά την κάθε έκδοση συγκεκριμένου συγγραφέα, κάποιοι ακολουθούν προτάσεις φίλων ή υπακούουν στα καλέσματα της διαφήμισης, άλλοι –οι πλέον ολιγαρκείς- απλώς ερωτεύονται τον τίτλο. Σε κάθε περίπτωση, ένα επιτυχημένο πάντρεμα ανάμεσα σε βιβλίο και αναγνώστη προϋποθέτει μια χημεία σχεδόν ερωτική (ή και χωρίς το «σχεδόν»). Και, ενώ ο αναγνώστης διατηρεί υπερφίαλα τη βεβαιότητα πως επέλεξε το βιβλίο που κρατά στα χέρια του, ώστε να μπορεί στη συνέχεια, όταν το βιβλίο ανταποκριθεί ή υπερβεί τις αναγνωστικές προσδοκίες του, να καυχιέται για την επιλεκτική του δεινότητα και να τρέφεται από την ικανοποίηση να το προτείνει ως ειδικός, γελιέται. Πρόκειται για μία συνηθισμένη πλάνη, που διαιωνίζεται από την ίδια της την αντιστροφή. Ουσιαστικά, είναι το βιβλίο αυτό που επιλέγει τον αναγνώστη του. Αυτόν που θα μπορέσει να αντιληφθεί τις προθέσεις του και θα μπορέσει να ξεκλειδώσει τα φυλαγμένα μυστικά του.

Η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο δεσποτικό, που, παρά το ότι σε επέλεξε, δε σου χαρίζεται. Σε γραπώνει από την πρώτη σελίδα, αλλά δε σε αφήνει να ανασάνεις. Σε ρίχνει στα βαθιά και σε προστάζει «κολύμπα», χωρίς να σου πετά σωσίβιο. Μια ιστορία ιστορημένη κυκλικά από φωνές ραγισμένες που παλεύουν να ορθωθούν ακέραιες μέσα από τη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος, όμως, παρά το ότι χρωματίζει ολόκληρο το βιβλίο με το ζόφο του, δεν είναι παρά το «μουσικό χαλί», το μπακγκράουντ μιας ιστορίας, που, μέσα στην πολυπλοκότητά της, παραμένει καθαρά ανθρώπινη.

"Φωνές τόσο πυκνές, με εναλλαγές τόσο σφιχτοδεμένες, που νιώθεις την ανάγκη να πάρεις μολύβι να υπογραμμίζεις, μην τυχόν και στην επόμενη γραμμή χάσεις το νήμα της σκέψης του ήρωα, να τη ζωγραφίσεις με το μολύβι, για να μπορέσεις στο τέλος της να ξαναπαρακολουθήσεις την πορεία από την αρχή, ώστε να καταφέρεις να τη συλλάβεις". 

Ο Φινλανδός γιατρός Πέτρι Φρίαρι, αυτοεξόριστος από τη χώρα που μισεί να λατρεύει υπηρετώντας στο γερμανικό ναυτικό, αναλαμβάνει να δημοσιοποιήσει την ιστορία αυτού που νόμιζε πως είναι ο Σάμπο Κάργιαλαϊνεν, με άμεση πρόθεση να εξιλεωθεί για το τραγικό λάθος και απώτερη να απαλύνει τις τύψεις του. Η ιστορία του «Σάμπο Κάργιαλαϊνεν», του ανθρώπου χωρίς μνήμη, χωρίς γλώσσα και πατρίδα, αποκαλύπτεται βήμα-βήμα ως η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να γαντζωθεί από μια οποιαδήποτε ταυτότητα, έστω και δανεική, μέσα από τα τετράδια στα οποία καταγράφει τη γραμματική της γλώσσας που τον πείθουν πως πρέπει να ξανακατακτήσει, μια που, σύμφωνα με τον γιατρό Φρίαρι, αυτή είναι η μητρική του: τα φινλανδικά. Τον χορό ανάμεσα στην απολογία του γιατρού Φρίαρι και την ημερολογιακή καταγραφή στα τετράδια του «Σάμπο Κάργιαλαϊνεν» τον πλαισιώνουν τα απελπισμένα γράμματα της ερωτευμένης νοσοκόμας Ίλμα, που το όνομά της, όπως η ίδια δηλώνει, σημαίνει «αέρας», και οι παραληρηματικές αλήθειες του εφημέριου Κόσκελα, με την εμμονική εμβάθυνσή του στην Κάλεβαλα, το εθνικό φινλανδικό έπος. 


Φωνές τόσο πυκνές, με εναλλαγές τόσο σφιχτοδεμένες, που νιώθεις την ανάγκη να πάρεις μολύβι να υπογραμμίζεις, μην τυχόν και στην επόμενη γραμμή χάσεις το νήμα της σκέψης του ήρωα, να τη ζωγραφίσεις με το μολύβι, για να μπορέσεις στο τέλος της να ξαναπαρακολουθήσεις την πορεία από την αρχή, ώστε να καταφέρεις να τη συλλάβεις. 

Όμως, για να μην υπάρξει κίνδυνος παρανόησης, μια διευκρίνιση: η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» δεν είναι ένα βιβλίο δύσκολο. Είναι απλώς ένα βιβλίο απαιτητικό που διαβάζεται οριζοντίως και καθέτως, και απαιτεί σκάλισμα σε βάθος, πίσω από το προφανές των λέξεων. Ακόμη και οι σιωπές και οι ανάσες στους διαλόγους απαιτούν την ερμηνεία τους, επιτρέποντας στον αναγνώστη να προσθέσει στο παχύ στρώμα των νοημάτων τη γαρνιτούρα που αυτός ορέγεται. Ο συγγραφέας του, Ντιέγκο Μαράνι, επινοητής της Europanto, μιας γλώσσας-παιχνιδιού αποτελούμενης από ένα κράμα γλωσσών, εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, στον τομέα της προώθησης της πολυγλωσσίας, οπότε το εγχείρημα είναι αντάξιό του. Ένας πολύγλωσσος Ιταλός συγγραφέας επιχειρεί την αποδόμηση και συνάμα την ανάδειξη μιας ξένης γι’ αυτόν γλώσσας, της φινλανδικής, δια στόματος ενός ήρωα που δεν έχει τη μνήμη καμιάς γλώσσας, οπότε λειτουργεί για το συγγραφέα ως tabula rasa.

«Τα κανονιστικά εργαλεία μιας γλώσσας δημιουργούνται κυρίως για να εμποδίσουν την πρόσβαση των αλλόφυλλων παρά για να διευκολύνουν την κατανόησή της. Κάθε γλώσσα κρύβεται πίσω από τη μυσταγωγική τελετουργία της γραμματικής της, όπως μια μυστική αίρεση πίσω από τις μυστικές τελετές της. Όμως η γλώσσα δεν είναι κάποια θρησκεία στην οποία μπορείς είτε να πιστέψεις είτε όχι. Η γλώσσα είναι ένα φυσικό φαινόμενο και είναι ίδιον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η ανοησία των ανθρώπων τη χώρισε σε πάμπολλες γραμματικές και καθεμιά ισχυρίζεται πως είναι η σωστή, πως είναι ο καθρέφτης της καθαρότητας της σκέψης ενός ολόκληρου λαού".

Και εδώ υπεισέρχεται και το ζήτημα της μετάφρασης. Αν το θέμα, η υπόθεση και η πλοκή του βιβλίου αποτελεί ένα τόλμημα για το συγγραφέα του (έναν Ιταλό που γράφει για τη φινλανδική γλώσσα), για να συμπληρωθεί το τρίγωνο ισορροπημένα, απαιτεί εξαιρετικές γνώσεις και των δύο γλωσσών (ιταλικών και φινλανδικών), ώστε να αποδοθεί επάξια το περιεχόμενό του στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα φαίνεται να δικαιώνει θεαματικά τη μεταφράστρια Δήμητρα Δότση. Ο πρωταγωνιστής του συγκεκριμένου βιβλίου, που θα μπορούσε να είναι ψυχολογικό θρίλερ, όπως υποστηρίζεται στο οπισθόφυλλο, ή ιστορικό μυθιστόρημα ή ψυχογράφημα, αλλά σίγουρα με κομμάτια που προσιδιάζουν σε δοκίμιο, είναι αναμφίβολα η γλώσσα. Αυτή που υπερβαίνει τα σύνορα και τους λαούς.

«Τα κανονιστικά εργαλεία μιας γλώσσας δημιουργούνται κυρίως για να εμποδίσουν την πρόσβαση των αλλόφυλλων παρά για να διευκολύνουν την κατανόησή της. Κάθε γλώσσα κρύβεται πίσω από τη μυσταγωγική τελετουργία της γραμματικής της, όπως μια μυστική αίρεση πίσω από τις μυστικές τελετές της. Όμως η γλώσσα δεν είναι κάποια θρησκεία στην οποία μπορείς είτε να πιστέψεις είτε όχι. Η γλώσσα είναι ένα φυσικό φαινόμενο και είναι ίδιον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η ανοησία των ανθρώπων τη χώρισε σε πάμπολλες γραμματικές και καθεμιά ισχυρίζεται πως είναι η σωστή, πως είναι ο καθρέφτης της καθαρότητας της σκέψης ενός ολόκληρου λαού. Και έτσι κάθε λαός μαθαίνει τους κανόνες της γραμματικής του και τρέφει την ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτούς τους κανόνες θα λύσει τη δυσνόητη άσκηση της ζωής», λέει ο γιατρός Φρίαρι.

Όπως και να ΄χει, η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο πρωτίστως ατμοσφαιρικό. Η Φινλανδία παρουσιάζεται μέσα από τη γλώσσα της, να αγκομαχά στις παρυφές του πολέμου που την πλησιάζει απειλητικά, αποτελώντας το κάδρο μέσα στο οποίο κινούνται άνθρωποι που αναζητούν εναγωνίως να κρατηθούν ή να μην κρατηθούν στη ζωή, προτείνοντας τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους ως τη μοναδική ταυτότητα που θα μπορούσε να διατηρήσει το άτομο πέρα και πάνω από εθνικότητες. Η «Νέα Φινλανδική Γραμματική» είναι ένα βιβλίο πυκνό, που, εφόσον επιλέξει τον αναγνώστη του, απαιτεί από αυτόν χρόνο, σεβασμό στις λέξεις και σίγουρα επιδέχεται περισσότερες της μιας αναγνώσεις, για να δικαιωθεί σε όλο το πλάτος, το βάθος και τη βαθύτερη ουσία του.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Επωδός Μακαρίου


"Επωδός μακαρίου"
Φανή Κεχαγιά


Έλεγε και έλεγε.
Λατρεύει να ακούει τη φωνή του.
Ταλαιπωρημένα σύμφωνα
ορφανά φωνήεντα
χωρίς ταίρι
Το βαθύ βελόνι της μοναξιάς, βλέπεις.
Ξεγελιέται η μοναξιά απ’ το μιλητό,
xτυπά η σιωπή αλλιώτικα 
τα λεία ντουβάρια.
Ρούφηξε ανάσες
ξεφύσησε λέξεις.
Χαμογελούσε κιόλας
χαζός
ερωτευμένος.

Έλεγε και ξανάλεγε.
Ίδια επωδός
εμμονική
απαράλλαχτη,
μπας και η επανάληψη δώσει ρίζες στην ευχή
"Αγκαλιά, αγκαλιά, αγκαλιά"
σαν Φιλί σε στόμα ανέγγιχτο.

Κι αφού είπε και είπε,
Αποκοιμήθηκε 
μακάρια ξεγελασμένος.